Σε προηγούμενες μελέτες μας έχουμε αποδείξει, έπειτα
από ενδελεχή έρευνα, ότι η ελληνική γλώσσα γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο
και συνέβαλε στην ανάπτυξη όλων των υπολοίπων γλωσσών. Έχουμε ακόμα
καταρρίψει τον μύθο περί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής της γλώσσας μας με στοιχεία
αληθή και αδιαμφισβήτητα.
Ανάμεσα όμως στις γλώσσες, που πολλοί επιστήμονες
ισχυρίζονται είτε ότι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια, όπου
«εντάσσεται» και η ελληνική, είτε ότι προηγούνται της ελληνικής ανήκει και η
περίφημη σανσκριτική.
Πρόκειται για την κλασσική γλώσσα της Ινδίας και
στην ΝΑ Ασία θεωρείται εξίσου σημαντική με την ελληνική και την λατινική.
Χωρίζεται σε δύο φάσεις· την Βεδική (πριν το 500 π.Χ.) και την Μεταβεδική.
Είναι γλώσσα γραπτή και ποτέ δεν απαντά σε προφορικό λόγο.
Συγκρίνοντας λοιπόν την σανσκριτική με την
ελληνική κατέληξαν ότι η πρώτη «έδωσε τα φώτα» στην δεύτερη. Πώς όμως οι
Έλληνες εκείνης της περιόδου είναι δυνατόν να ήρθαν σε επαφή με αυτές τις
μυστικιστικές ρίζες, τη στιγμή μάλιστα που τα πρώτα επιγραφικά ευρήματα των
Ινδών, που αφορούν τα διατάγματα του Ασόκα, χρονολογούνται τον 3ο αι. π.Χ.
Ας σημειωθεί πως την συγκεκριμένη περίοδο οι
Έλληνες είχαν ήδη αναπτύξει το αλφάβητό τους. Σύμφωνα με τον Ζωρζ Μουνέν στα
«Κλειδιά της Γλωσσολογίας» το βασικότερο ατόπημα αυτών που συνέκριναν τις δύο
γλώσσες ήταν το γεγονός ότι αγνόησαν παντελώς τον παράγοντα της ιστορικής
εποχής. Η σύγκριση δύο γλωσσών προαπαιτεί την μελέτη τους σε ταυτόσημο
χρονικό διάστημα και όχι σε επίπεδο διαχρονικό.
«Συνέκριναν τα σανσκριτικά της πρώτης χιλιετίας,
τα ελληνικά του 8ου αι π.Χ., τα λατινικά του 5ου αι., τα γοτθικά του 4ου αι.,
κλπ.»
Επομένως το συμπέρασμα περί ομοιότητας ή
αντιγραφής της ελληνικής από την σανσκριτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
αντιεπιστημονικό, αφού δεν στηρίζεται σε ορθά κριτήρια και λογικά τεκμήρια.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γερμανός Γλωσσολόγος Franz
Bopp «η σανσκριτική στηρίζεται στην ελληνική και όχι η ελληνική στην
σανσκριτική».
Άποψη που πιστοποιείται από πλήθος ξένων ερευνητών, μεταξύ
των οποίων και η ομάδα Jakintza Baitha, η οποία εξέδωσε στο Bilbao την
ελληνιστική επιθεώρηση Halcon-Ιέραξ σε άρθρο του Προέδρου της Krutwig Sagredo
τον Γενάρη του 1933:
«Η μυστική ινδική λογοτεχνία στην πραγματικότητα
ανεπτύχθη ως καθαρή λογοτεχνία μόνον κατά τον 3ο ή 5ο αι. μ.Χ. Οι αναφορές σε
αρχαιότατες ημερομηνίες ως προς τις Βέδες είναι μόνο θεωρία, αφού οι Βέδες
δεν διαδόθηκαν παρά μόνο κατά τρόπο περιορισμένο και προφορικό, επιπλέον δε
στην Ινδία δεν γνωρίζουν την ιστορία… Μία και μοναδικά έκδοση των Βεδών έχει
γίνει στην Ινδία τον 19ο αι. από τον Γερμανό Ινδολόγο Μάξ Μύλλερ…
Συγκρίνοντας καλά την σανσκριτική με την αρχαία ελληνική, εύκολα
αντιλαμβανόμαστε ότι η ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι
επιπλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι της είναι ανώτεροι και
μεγαλύτερης αξίας…»
Αλλά και ο Ισπανός συγγραφέας Federico Sagredo, ο οποίος
μάλιστα υπήρξε ειδικός γνώστης των ανατολικών γλωσσών, έχοντας μελετήσει εις
βάθος τα αραβικά, τα περσικά , τα τουρκικά, τα ιντού, τα μπεγκάλι και άλλες
12 ανατολικές γλώσσες, υποστηρίζει ότι η σανσκριτική επηρεάστηκε από την
ελληνική εξετάζοντας χρονολογίες, αλλά και την γραμματική και το συντακτικό
και το λεξιλόγιο των δύο αυτών γλωσσών.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα που αποδεικνύουν την παραπάνω
άποψη:
Θεός Diauh< Δίας
Βούδας< (F)οἲδα
(Χ)ιμαλάια< χιών (χειμών)+λᾶας (πέτρα)
Νibbana (Νιρβάνα)< νήφω (πρβλ. νηφάλιος)
Μαί (μεγάλος)< μέγας
Erethe< αρετή
Jugam(γιόγκα)< ζυγός<δυγός<δυο+ἂγω
(μηχανισμός με δύο υποζύγια που οδηγούν κάτι, πχ κάποιο άρμα και στην ινδική
φιλοσοφία συμβολίζει την ένωση ψυχής-σώματος δια της ζεύξης)
Αριθμοί όπως dva<δύο, trayas< τρία,
sapta<επτά (σεπτός αριθμός), asta< οκτώ, κλπ
Οι Ινδοί σε αντίθεση με τους Έλληνες υπερηφανεύονται για
αυτήν την πραγματικότητα και μάλιστα προβάλλουν το γεγονός ότι ο Ηρακλής,
κατευθυνόμενος προς τον Καύκασο πέρασε από την χώρα τους και άφησε απογόνους
(εφημερίδα ΠΟΥΡΝΙΜΑ ΣΑΜΕΛΑΝ της Καλκούτας, φυλ. 21, Σεπτέμβριος 1994, άρθρο
«Οι Έλληνες κι εμείς»).
Ο Πλούταρχος ακόμη στο έργο του «Περί Αλεξάνδρου τύχης ή
αρετής» καταγράφει τα λόγια του Μ. Αλεξάνδρου «Νῦν δὲ Ἡρακλέα μιμοῦμαι και
Περσέα ζηλῶ, και τὰ Διονύσου μετιὼν ἲχνη βούλομαι πάλιν ἐν Ἰνδία νικῶντας Ἓλληνας
ἐγχορεῦσαι καὶ τοὺς ὑπὲρ Καύκασον ὀρείους και ἀγρίους ταῶν βακχικῶν κώμων ἀναμνῆσαι».
Δηλώνει δηλαδή ο Αλέξανδρος ότι επιθυμεί να ακολουθήσει τα βήματα του
Ηρακλή και του Διονύσου και να πάει ξανά στην Ινδία, ώστε να νικήσουν οι
Έλληνες και να θυμίσουν στους εκεί λαούς τους βακχικούς κωμους.
Σαφώς και ο ελληνικός πολιτισμός ήρθε σε επαφή με τον
ινδικό δίνοντάς του πολλά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Γάλλο πολιτικό και
μεταφραστή μάλιστα των ομηρικών επών Βικτώρ Μπεράρ «το μνημονικό μας
πρέπει να ξεκαθαρίσει από όλη αυτήν την λύμη της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, η
οποία επέβαλλε στην Μεσογειακή Μυθολογία και Προϊστορία μια γένεση αναγόμενη
σε μεταναστεύσεις Αρίων, των οποίων η κοιτίδα υπήρξε τάχα στα οροπέδια της Κ.
Ασίας, αγνοώντας την Μυθολογία και Προϊστορία των αυτόχθονων Ελλήνων».
Οι προσπάθειες για διαστρέβλωση και αλλοίωση της
ιστορίας μας είναι πολλές, επίμονες και τα αποτελέσματα αυτών επιφέρονται με
μεγάλη δεξιοτεχνία. Γι αυτό καλό είναι όλοι μας να έχουμε τα μάτια μας
ανοιχτά και ποτέ να μην ενστερνιζόμαστε την όποια άποψη άκριτα και χωρίς να
το ερευνήσουμε πρώτα.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα προσεγγίσουμε την αλήθεια…
|