Πλάτων Ριβέλλης |
Ήταν άλλο ένα από τα πολλά αγαπημένα μου ταξίδια στη Ρώμη. Αυτή τη φορά όμως, το 1989, ήμουν καλεσμένος στη Villa Medici, Ακαδημία τής Γαλλίας στην Αιώνια Πόλη και τόπος διαμονής των βραβευμένων με το γαλλικό Βραβείο τής Ρώμης καλλιτεχνών. Δεν είχα προσκληθεί βέβαια σαν καλλιτέχνης (είχα άλλωστε ξεπεράσει το όριο τής ηλικίας), αλλά σαν φίλος τού διευθυντή τής βίλλας και παντοτινού φίλου τής Ελλάδας Jean Marie Drot.
Τα τελευταία χρόνια είχα μείνει για λίγο μακριά από τη φωτογραφική πρακτική έχοντας απορροφηθεί από το κατάστημα τού «Φωτοχώρου» και από τα μαθήματά μου. Οι τελευταίες μου φωτογραφίες αφορούσαν παραστάσεις χορού, όπου είχα εισπράξει πολλά κολακευτικά σχόλια, χρήσιμα αν επρόκειτο να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη θεατρική φωτογραφία, αλλά μάλλον περιττά για μένα που γνώριζα καλύτερα από τον καθένα τόσο τις επιθυμίες μου όσο και τους περιορισμούς μου.
Το πρώτο μου πρωινό, μετά από μια μαγική νύχτα στην παραμυθένια βίλα, αποφάσισα να το αφιερώσω για πολλοστή φορά στην καθιερωμένη μου βόλτα στο κέντρο τής πόλης, που θα με οδηγούσε από τα σκαλοπάτια τής Piazza di Spagna, ακριβώς στα πόδια τής βίλας, μέχρι το Trastevere και ίσως και τον λόφο τού Gianicolo. Είχα όμως τον πειρασμό να προτάξω μια μικρή εξερεύνηση των κήπων τής βίλας. Και τότε συνέβη η μοιραία συνάντηση με ένα μικρό κηπάκι που αιχμαλώτισε το βλέμμα μου και το μυαλό μου. Εκεί, σε ένα παρτέρι ολίγων μέτρων, βρισκόντουσαν σαν πεταμένα πολλά μικρόσωμα αγάλματα ριγμένα άτακτα μέσα στα πλατιά φυλλώματα των θάμνων.
Μέσα σε μια στιγμή ενώθηκε ο χορός που γνώριζα και φωτογράφιζα με την παντοτινή μου αγάπη για τα ερείπια, αυτά τα ερείπια που, αφού έπαψαν να πληρούν τον σκοπό που τα γέννησε, έμειναν μέσα από τη φθορά τους να θυμίζουν και να επιβεβαιώνουν τη γοητεία τους.
Βρέθηκα μονομιάς στα τέσσερα και άρχισα με τον ευρυγώνιο φακό να σχεδιάζω χορογραφίες, να παίζω με την προοπτική, να ανατρέπω τον ορίζοντα και να δίνω μια νέα πλαστή ζωή και κίνηση στα μικρά αγάλματα.
Το ίδιο βράδυ, μετά από ένα υπέροχο δείπνο στην αξέχαστη ταβέρνα τής Cesarina, έχοντας καταναλώσει σημαντικές ποσότητες κρασιού ένιωσα και πάλι την έντονη επιθυμία να επιστρέψω στα αγαλματάκια μέσα στη νύχτα και να τα φωτογραφίσω χρησιμοποιώντας φλας, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου μέχρι τότε.
Οι πόρτες τού κήπου τής βίλας ανοίγανε με έναν συνδυασμό, ο οποίος άλλαζε κάθε βδομάδα και ο οποίος, από την ιδιότροπη ευφυΐα τού διευθυντή της, έπρεπε να συμπίπτει με την ημερομηνία μιας μεγάλης μάχης από τη γαλλική ιστορία. Απελπισμένος, προσπαθούσα να ανασύρω από τη μνήμη μου το Austerlitz, το Waterloo ή το Verdun και, θαύμα πραγματικό, κάποια στιγμή παρά την μέθη, τα κατάφερα. Τα αγαλματάκια με περιμένανε μέσα στο σκοτάδι και άρχισαν να ζωντανεύουν και πάλι, φωτισμένα για κλάσματα τού δευτερολέπτου, μέσα στο σκόπευτρο τής τηλεμετρικής μου μηχανής.
Σε ένα επόμενο ταξίδι τα επισκέφτηκα εκ νέου και τα ξαναφωτογράφισα. Η μαγεία είχε μάλλον χαθεί. Ίσως να έκανα και τότε μια δυο καλές λήψεις, η χαρά όμως δεν τις συνόδευε. Η εμπειρία εκείνων των δύο ημερών με βοήθησε να περάσω αμέσως μετά στη φωτογράφιση κήπων και ερειπίων, κάτι που για πολλά χρόνια χαρακτήρισε τη φωτογραφία μου έκτοτε. Η ίδια εμπειρία με δίδαξε ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το ίδιο με αγάλματα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Τα αγάλματα τής ελληνιστικής και τής ρωμαϊκής περιόδου αφήνουν περιθώρια μια και ο καλλιτέχνης που τα έφτιαξε έχει εξαφανίσει την προσωπικότητά του πίσω από την αληθοφάνεια των χαρακτηριστικών τους. Η αυστηρότητα όμως ενός Φειδία ή ενός Πραξιτέλη θέλει να αναμετρηθεί μόνον με ισάξιούς της.
Δεν ξέρω αν οι φωτογραφίες των μικρών αγαλμάτων μπορούν να συγκαταλέγονται ακόμη σε εκείνες τις λίγες, για τις οποίες νιώθω μια σχετική προσωπική ικανοποίηση. Αυτό όμως που εξακολουθώ να θυμάμαι καθαρά είναι πως αποτελούν κλασικά δείγματα τής απόλυτης χαράς που μπορεί να δώσει η διαδικασία τής φωτογράφισης. Και αυτή είναι πάντοτε ικανή να αναπληρώσει την πικρία τής καλλιτεχνικής αποτυχίας.