Του Γιωργου Μαντελα
«Θέλουμε να εξασφαλίσουμε τα δάνεια που δώσαμε στην Ελλάδα». Αυτό είναι το μήνυμα που έστειλε από το Βερολίνο ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, την εκτίμηση που υπήρχε από την πρώτη στιγμή στην Αθήνα. Οτι δηλαδή, ανεξαρτήτως της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις επόμενες εθνικές εκλογές, οι πιστωτές μας θέλουν να είναι σίγουροι ότι δεν θα χάσουν τα λεφτά που μας δάνεισαν -και δεν μας χάρισαν, όπως περιέργως θεωρείται από πολλούς στην Ελλάδα- το τελευταίο 18μηνο. Ετσι εξηγείται και η εμμονή τους με την υπογραφή Σαμαρά κάτω από τη δεσμευτική επιστολή για τις αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου. Αν δεν τη διασφάλιζαν, δεν θα ξαναβλέπαμε το χρώμα του χρήματος ό,τι κι αν γινόταν, όσο κι αν παρακαλάγαμε, εκβιάζαμε ή οτιδήποτε άλλο νομίζαμε ότι μπορούμε να κάνουμε. Μια άλλη κουβέντα και πάλι του κ. Σόιμπλε που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως, γιατί εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τη ελληνική κακοδαιμονία, έχει να κάνει με το... παράπονο που εξέφρασε, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί απέτυχε η εφαρμογή του Μνημονίου στη χώρα μας. «Προσφερθήκαμε να παράσχουμε κάθε βοήθεια που θα μας ζητηθεί, προκειμένου να βοηθήσουμε την Ελλάδα να ανασυγκροτήσει τον φοροεισπρακτικό της μηχανισμό. Ακόμα περιμένουμε να μας πουν τι θέλουν...». Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Ακόμα και αν δεχθούμε ότι οι Γερμανοί είναι σκληροί, άτεγκτοι και άδικοι με την Ελλάδα (που εν πολλοίς, όντως, είναι), τι μας εμποδίζει να αξιοποιήσουμε το know how που έχουν και θέλουν να μας μεταλαμπαδεύσουν σε αυτό το τόσο κρίσιμο μέτωπο, όπου ως χώρα έχουμε αποτύχει παταγωδώς; Σημαντική διευκρίνιση: Οι Γερμανοί θέλουν να μας βοηθήσουν προφανώς όχι επειδή τους προέκυψε ξαφνικός έρωτας για την Ελλάδα. Απλά, γνωρίζουν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενδεχομένως, υπάρχει η ελπίδα κάποια στιγμή να σταματήσουν να μας δανείζουν. Στη βάση της γνωστής κινεζικής παροιμίας, που λέει ότι είναι καλύτερο για κάποιον που πεινάει να του μάθεις να ψαρεύει, παρά να του «κάνεις» το τραπέζι με ψάρια μια φορά. Είναι απλό: θα ξαναπεινάσει και θα σου «ξαναφορτωθεί». Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι σχέσεις μας με τους Γερμανούς. Μας το ’χουν δηλώσει με όλους τους τρόπους, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία: δεν θέλουν να μας ξαναδώσουν λεφτά. Γι’ αυτό και θέλουν να μας μάθουν να βγάζουμε δικά μας. Μόνο που εμείς φαίνεται ότι έχουμε μάθει στα έτοιμα, οπότε γιατί να ταλαιπωρούμαστε; Αυτοί όμως απειλούν ότι θα μας τα κόψουν. Μπορεί και να το εννοούν, μπορεί και όχι. Θα πάρουμε το ρίσκο για να το μάθουμε στην πράξη;