Ο κύριος Τζόμπε Κοβάτα είναι ένας ιταλός κωμικός ηθοποιός και συγγραφέας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία του: “Φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε μου και γλίστρισα”, “Σεξ; Καν’ το μόνος σου!”, “Η Βίβλος για αθεόφοβους” και “Πνίξον Κύριε τον λαόν Σου”
Διάβασα τα τρία πρώτα από τα παραπάνω. Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε το χιούμορ του. Ίσως να φταίει και η μετάφραση που δύσκολα μπορεί να αποδώσει τα λογοπαίγνιά του. Πάντως ειδικά δύο “κομμάτια” του με έκαναν να ξεκαρδιστώ. Αναδημοσιεύω εδώ το πρώτο και σε επόμενο άρθρο το δεύτερο. Περιέχεται στο “Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου και γλίστρισα” και αναφέρεται στο γνωστό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας:
Βλέπετε, παιδιά, δεν είναι δύσκολο να γράψουμε ένα παραμύθι. Παίρνουμε δυο τρεις ηλίθιους στην τύχη και τους βάζουμε σε ένα κάστρο ή σε ένα δάσος… Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα παραμύθι που το κατοικούν αποκλειστικά και μόνο ηλίθιοι.
Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ζει στο δάσος και είναι ενενήντα πέντε χρονών. Τράβα στο γηροκομείο, μωρή ηλίθια! Πώς σου κατέβηκε, ενενήντα πέντε χρονών γυναίκα, να ζεις μόνη στο δάσος και να αναγκάζεις τους συγγενείς να πηγαίνουνε μπρος πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω μέσα στον δρυμό;! Κι ύστερα σου λένε γιατί ο κόσμος πετάει τη γιαγιά από το τρένο! Είναι λογικό κι επόμενο!!!
Κι αν πεις για τη μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας; Άλλη ανεγκέφαλη του λόγου της. Δίνει στη μικρή το καλαθάκι και της λέει: “Παρ’ το και πήγαινε φαΐ στη γιαγιά!” Πού το στέλνεις το κοριτσάκι μόνο του στο δάσος, κυρά μου; Το ρίχνεις στο στόμα του λύκου!
Με το που φτάνει στο δάσος, συναντάει τον πιο ηλίθιο λύκο στην ιστορία της WWF, ο οποίος δεν την τρώει, παρά ρωτάει με αγωνία: “Πού πας, καλό μου κοριτσάκι;”
“Στη γιαγιά μου”, απαντάει αυτό.
Κι ο λύκος, αντί να τη φάει επί τόπου, όπως θα έκανε κάθε λύκος με φυσιολογικό δείκτη νοημοσύνης, πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς και στήνει ολόκληρο σενάριο, που μπροστά του τύφλα να ‘χει και η πιο κιτς λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα. Φτάνει στο σπιτάκι και χτυπάει την πόρτα.
“Τοκ, τοκ”.
“Ποιος είναι;”
“Η Κοκκινοσκουφίτσα”.
“Πέρνα μέσα”.
Κι εδώ έχουμε την επιβεβαίωση πως ο εγκέφαλος της γιαγιάς έχει μαλακιστεί τελείως: έστω κι αν η Κοκκινοσκουφίτσα έχει φωνή βραχνοκόκορα σε κρίση άσθματος, πώς γίνεται να μην καταλάβει η γιαγιά ότι πρόκειται για λύκο;
Τότε πια μπαίνει ο λύκος και τρώει τη γιαγιά. Προσέξτε την καλή αγωγή του λύκου, που δεν θα έμπαινε ποτέ να φάει κάποιον χωρίς προηγουμένως να χτυπήσει την πόρτα.
Εδώ έρχεται το αριστούργημα της ιστορίας. Το πραγματικά μεγαλοφυές: ο λύκος, αντί να στηθεί πίσω από την πόρτα με ένα ρόπαλο και να πει: “Με το που θα έρθει η πιτσιρίκα, θα της τραβήξω μιας ροπαλιά στο κεφάλι, θα τη βράσω κι ύστερα θα τη ροκανίσω” - όόόχι, φίλε μου! Τι κάνει ο λύκος;! Φοράει τη νυχτικιά της γιαγιάς, το σκουφάκι με τα αυτιά του να βγαίνουν από ειδικές κουμπότρυπες που έχει φτιάξει ο ίδιος (είναι γνωστοί δεξιοτέχνες μόδιστροι οι λύκοι) και χώνεται στο κρεβάτι.
Φτάνει η Κοκκινοσκουφίτσα, που οι δικοί της άνθρωποι την αποκαλούν Αϊνστάιν εξαιτίας του ζωηρού και ευφυούς πνεύματός της, μπαίνει, κοιτάζει τον λύκο και, αντί να φωνάξει το 100 ή να του πει: “Τι χάλια είναι αυτά, βρε ηλίθιε; Έχεις χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας ως λύκος. Ορίστε κατάσταση, σαν μαλλιαρή μουστόγρια είσαι”, πώς αντιδράει; Λέει:
“Ω, γιαγιά, τι μακριές τρίχες που έχεις!”
Τώρα, παιδάκια: όποιο από σας διαθέτει σκύλο, ας δοκιμάσει να του κοτσάρει σκούφο κι ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως, κι ας δει αν μοιάζει με τη γιαγιά! Εάν ναι, πετάχτε τη γιαγιά σας από το παράθυρο ή παραδώστε τη στις αρχές. Βέβαια, είναι αλήθεια πως η γιαγιά δεν αναγνώρισε τη φωνή του λύκου από τη φωνή της εγγονής της, σύμφωνοι - αλλά η γιαγιά είναι ενενήντα πέντε χρονών και μπορεί να έχει πάθει μαλάκυνση. Όμως η Κοκκινοσκουφίτσα πώς και δεν ξεχωρίζει τη γιαγιά της από έναν λύκο με σκουφάκι;! Ποιον έχει για γιαγιά; Τον Κινγκ Κονγκ;
Ακόμη κι αν η γιαγιά έχει να κάνει χαλάουα από το 1931, ποια είναι; Ο Λούτσιο Ντάλα; Ο άνθρωπος των Ιμαλαΐων;
Εν πάση περιπτώσει, τέλος καλό όλα καλά, και ο λύκος την τρώει!
Αμέσως μετά, για καλή μας τύχη, φτάνει ο κυνηγός, πυροβολεί τον λύκο και, δόξα να ‘χει η Παναγία, έκτοτε αγνοείται η τύχη και της λύκου και της γιαγιάς και της ηλίθιας με το κόκκινο σκουφί.