[Με αφορμή συζήτηση σε φιλικό τοίχο για τις δηλώσεις Τσόκλη περί βιασμού και ευθύνης]
Καθόμαστε σ’ένα τραπέζι ενός όμορφου, καλοφωτισμένου καφενείου. Ο καφές αρωματικός, το μαρμάρινο τραπέζι λευκό, επιτρέπεται το κάπνισμα αλλά ο εξαερισμός είναι καλός, τα παράθυρα είναι ορθάνοιχτα και μπαίνει ένα δροσερό αεράκι μέσα…
Η συζήτηση έχει φουντώσει για τα καλά. Και είναι δύσκολη συζήτηση. Πονάει με πολλούς τρόπους. Αγγίζει πάθη, λάθη, επιθυμίες, ένστικτα. Ποιος φταίει για τον βιασμό μια γυναίκας; Η γυναίκα που ήταν προκλητική και στόλισε κορδέλες στα βυζιά της, μοσχομυρίστηκε και χτενίστηκε με κοχύλια μαυλιστικά καλώντας ή ο άντρας που επιθύμησε και θέλησε ν’αποκτήσει, να παραβιάσει, να αγγίξει το αντικείμενο του σκοτεινού του πόθου που του σιγοκαίει τα λαγόνια και του φουντώνει το μυαλό.
Οι άντρες το ψιλοσκέφτονται και κοιτούν μέσα από τα ματόκλαδα τις αντιδράσεις των γυναικών που ωρύονται και φωνάζουν. Μετράνε τις αντιδράσεις που θα έχουν αν πουν κάτι που αντιτίθεται στην κυρίαρχη άποψη. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ανοίγομαι, σου κάνω χώρο, σε αφήνω να μπεις μέσα στο σώμα μου. Δεν μπορούν να κατανοήσουν την ιερότητα της θείας ένωσης. Γιατί άλλωστε; Ποιος τους το έμαθε;
Άλλωστε ποιος μας έμαθε πώς να αντιμετωπίζουμε τη σεξουαλικότητά μας, τη νίκη μας επί του θανάτου, τη μέθοδο (επιτρέψτε μου την αδόκιμη έκφραση) να τον χτυπάμε στο στέρνο και να φωνάζουμε τη νίκη μας στον αέρα; Κανείς! Μας έμαθαν να έχουμε ταμπού, να κρυβόμαστε πίσω από φύλλα συκής, να φοβόμαστε τον πόνο της απώλειας, να σκεφτόμαστε τις συνθήκες, τους όρους….
Σε μια τέτοια φορτισμένη συζήτηση που έχει πολύ κλάμα σε κάθε ένα φθόγγο, ένας άντρας αποφασίζει να παίξει παίρνοντας ένα καλάμι μ’ ένα μικρό αγκίστρι και απλώνοντάς το κάτω από τις φούστες, μακρυές ή κοντές των γυναικών της παρέας.
Τα σχόλιά του προσβλητικά, περιπαιχτικά, άσχετα, σεξιστικά, ανόητα και βλακωδώς επαναλαμβανόμενα.
Κάθε φορά που τραβάει και λίγο παραπάνω και το κορίτσι δεν αντιδρά, διότι πίστεψε ότι κάποιο ενοχλητικό μικρό κουνούπι θα΄ναι, δεν μπορεί άνθρωπος να έχει τέτοια συμπεριφορά, ο άντρας που στο καφενείο τυχαία βρέθηκε να παίξει καμιά πρέφα, τραβάει όλο και πιο πολύ. Πού ξέρεις! Μπορεί και να δει βρακάκι σήμερα…
Αυτές οι συμπεριφορές των διαφόρων πρεφαδόρων των καφενείων που συχνάζω τις έχω σιχαθεί, μ’ έχουν κουράσει, με αποσυντονίζουν και με αποσπούν από τους στόχους και τις επιδιώξεις μου. Με κάνουν ν’ αναρωτιέμαι αν όλοι οι συνδαιτημόνες μου με αντιμετωπίζουν ως εξήντα κιλά κρέας και μερικές τρύπες που μπορούν να ικανοποιήσουν τις ορμές τους, με μουσικό χαλί την πριγκηπέσσα του Μάλαμα βεβαίως! Με θλίβουν και με τρομάζουν ταυτόχρονα.
Δε διαφέρουν δε, από την μπρουτάλ μάτσο άποψη ότι η γυναίκα «φταίει» τουλάχιστον όσο και ο βιαστής που επιτίθεται. Αφού κουνιόμαστε ρε!!!! Αφού δείχνουμε τα βυζιά μας!!!
Σε τι διαφέρει ο καθημερινός βιασμός του πνεύματός μου από τον όποιο κακομοίρη εισβάλλει σε μια συζήτηση που συμμετέχω, προσπαθώντας να κλέψει τη ματιά μου κρατώντας τριαντάφυλλο, κρίνο, είτε το ορθωμένο πέος του, με αυτή την προσπάθεια ενός κλέφτη (βιαστή) να με ρίξει κάτω, να μου ανοίξει τα πόδια και να με γεμίσει με την ύπαρξή του με το έτσι θέλω;
Είμαι τελικά ένας κινούμενος στόχος; Μήπως θα έπρεπε να τα παρατήσω όλα και να ασχολούμαι μόνο με τον καλλωπισμό μου και την εμφάνισή μου και να προσπαθήσω να βρω τις τεχνικές του σουρσίματος καραβιών αφού εν τέλει αυτό και μόνο αυτό δείχνει να ενδιαφέρει τους πλείστους όσους με τριγυρίζουν;
Βάζω το μουνί μου στο κούτελο, με μια πινακίδα νέον σε σχήμα βέλους που δείχνει κατά κει…
Είμαι σίγουρη ότι ποτέ δε θα δεις τα δάκρυά μου που τρέχουν…
Ποτέ δε θα με κοιτάξεις στα μάτια…