Τι προκάλεσε τον νομισματικό πόλεμο;
Η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται στο χείλος μιας καταστροφικής αντιπαράθεσης για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες – που τώρα διαχέεται και επηρεάζει την εμπορική πολιτική (η Αμερική φλερτάρει με τον προστατευτισμό), τις στάσεις έναντι των κεφαλαιακών ροών (οι νέοι περιορισμοί στη Βραζιλία, την Ταϊλάνδη και την Νότια Κορέα) και τις διαθέσεις του κόσμου για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας (έχουμε ενίσχυση αρνητικών στάσεων απέναντι στους ξένους σχεδόν παντού). Ποιος πρέπει να κατηγορηθεί για αυτή την κατάσταση που τείνει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και τι θα μας φέρει στη συνέχεια;
Το ζήτημα συνήθως διατυπώνεται στους όρους ενός ερωτήματος περί το αν ορισμένες χώρες ‘εξαπατούν’ τον υπόλοιπο κόσμο κρατώντας τη συναλλαγματική τους ισοτιμία σε υποτιμημένα επίπεδα, ώστε με αυτό τον τρόπο να αυξάνουν τις εξαγωγές τους και να περιορίζουν τις εισαγωγές τους σε σχέση με το τι θα συνέβαινε αν οι κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου επέτρεπαν την ελεύθερη διακύμανση του τοπικού τους νομίσματος. Σύμφωνα με αυτή τη συμβατική άποψη ο βασικός ένοχος είναι η Κίνα, αν και ένας δεύτερος ένοχος μπορεί να θεωρηθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αλλά αν δούμε το όλο ζήτημα λίγο ευρύτερα, η σοβαρότητα της σημερινής κατάστασης οφείλεται πρωτίστως στην άρνηση της Ευρώπης για μεταρρύθμιση της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης – μιας παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης που ήδη έχει περιπλακεί πολύ εξαιτίας των πολλών χρόνων κακής διαχείρισης και διαφόρων αυταπατών των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Κίνα σαφώς και έχει μερίδιο ευθύνης. Εδώ και 10 χρόνια, εν μέρει επειδή το σχεδίασε, εν μέρει κι από τύχη, βρέθηκε να συσσωρεύει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, μέσα από την ύπαρξη ενός μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος και των παρεμβάσεών της με αγορές δολαρίων που αυτό προκαλούσε. Για τις περισσότερες χώρες μια τέτοια παρέμβαση θα δημιουργούσε πληθωριστικές πιέσεις, επειδή η κεντρική τράπεζα θα εξέδιδε τοπικό νόμισμα για να αγοράσει δολάρια. Εξαιτίας του πολύ σφιχτού ελέγχου του κινεζικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ωστόσο, και των πολύ περιορισμένων επιλογών των επενδυτών, οι συνήθεις πληθωριστικές επιπτώσεις δεν εμφανίστηκαν στην Κίνα.
Έτσι η Κίνα έχει μια δίχως προηγούμενο – για μεγάλη εμπορική χώρα – δυνατότητα να συσσωρεύει μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα – που σήμερα πλησιάζουν τα 3 τρις δολάρια. Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας είχε φτάσει πριν το 2008 στο 11% του ΑΕΠ. Και τα εξαγωγικά λόμπι παλεύουν πυρετωδώς να διατηρήσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία στα σημερινά χαμηλά της επίπεδα έναντι του δολαρίου.
Υποτίθεται ότι σε επίπεδο αρχής το ΔΝΤ ασκεί πιέσεις σε χώρες με υποτιμημένο νόμισμα ώστε να επιτρέψουν την ανατίμησή του. Η ρητορική του Ταμείου είναι φιλόδοξη και το ίδιο ισχύει για τα συμπεράσματα της πρόσφατης ετήσιας συνόδου των μετόχων του – οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι Υπουργοί Οικονομικών της παγκόσμιας κοινότητας – που έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον. Αλλά στην πραγματικότητα το ΔΝΤ δεν έχει εξουσίες στην Κίνα – όπως και σε κάθε άλλη χώρα με πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το τελικό ανακοινωθέν της περασμένης εβδομάδας ήταν δε το πιο ... άσφαιρο στην ιστορία του.
Δυστυχώς όμως το ΔΝΤ επιβαρύνεται με πολύ περισσότερες ευθύνες. Η διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης της Ασίας που έκανε στο διάστημα 1997 - 1998 δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στις αναδυόμενες αγορές μεσαίου εισοδήματος – έτσι οι χώρες αυτές τώρα πιστεύουν ότι το ΔΝΤ δεν είναι και ο καλύτερος προασπιστής των συμφερόντων τους. Εξού και η σημασία του ρόλου των Ευρωπαίων, επειδή οι Ευρωπαίοι υπεραντιπροσωπεύονται στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ και, παρόλα τα παρακάλια, απλά αρνούνται να ενοποιήσουν τις δικές τους έδρες ώστε να πάρουν έδρες οι αναδυόμενες αγορές και να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή.
Κατά συνέπεια, λοιπόν οι αναδυόμενες χώρες, θέλοντας να σιγουρευτούν ότι δεν θα χρειαστούν οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ ποτέ ξανά σε ένα ορατό μέλλον, ακολουθούν όλο και περισσότερο το παράδειγμα της Κίνας, προσπαθώντας να διασφαλίσουν κι αυτές μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Αυτό στην πράξη μεταφράζεται σε πυρετώδεις προσπάθειες για αποτροπή μιας ανατίμησης της αξίας του νομίσματός τους.
Αλλά μεγάλο μέρος της ευθύνης για τους σημερινούς παγκόσμιους οικονομικούς κινδύνους ανήκει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι αυτό για τρεις λόγους. Πρώτον οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές νιώθουν ότι η αύξηση των κεφαλαιακών εισροών ασκεί ανατιμητικές πιέσεις στα νομίσματά τους. Στους επενδυτές της Βραζιλίας προσφέρονται αποδόσεις περί το 11%, ενώ στις ΗΠΑ για τον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο οι αποδόσεις κινούνται περί το 2%- 3%. Για πολλούς αυτό μοιάζει ως μοναδικό στοίχημα. Συν ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά, γιατί το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πληγεί καίρια από τα δικά του λάθη (με τη βοήθεια και των ευρωπαϊκών τραπεζών), αλλά και επειδή τα χαμηλά επιτόκια παραμένουν, για εσωτερικούς λόγους, αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής ανάκαμψης.
Δεύτερον, κατά την προηγούμενη δεκαετία η Αμερική έφτασε να έχει τεράστια εμπορικά ελλείμματα, καθώς η πολιτική της ελίτ – και οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί – εξοικειώνονταν όλο και περισσότερο με την υπερκατανάλωση. Η δημιουργία των αμερικάνικων ελλειμμάτων ευνόησε τη δημιουργία των πλεονασμάτων που επεδίωκαν οι αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα – από τη στιγμή που το ισοζύγιο πληρωμών ολόκληρης της παγκόσμιας κοινότητας είναι μηδενικό, για να έχει πλεόνασμα ένα μεγάλο σύνολο χωρών, θα πρέπει κάποιες άλλες μεγάλες χώρες να έχουν έλλειμμα.
Κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους συνήθιζαν να λένε ότι το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα αποτελεί ‘δώρο’ προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς οι ΗΠΑ υπερκατανάλωναν – ζούσαν δηλαδή πολύ πέρα τα μέσα τους – για ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία. Όσο για την ιδέα ότι οι φορολογικές περικοπές θα οδηγήσουν σε ενίσχυση της παραγωγικότητας και θα αντισταθμιστούν από μόνες τους διορθώνοντας την κατάσταση του προϋπολογισμού αποδείχτηκε εντελώς απατηλή.
Τρίτον, η καθαρή ροή των κεφαλαίων είναι από τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες – αυτό σημαίνει η ύπαρξη εμπορικού πλεονάσματος στις αναδυόμενες χώρες και ελλείμματος στην Αμερική. Αλλά η ακαθάριστη ροή κεφαλαίων είναι από τις αναδυόμενες χώρες προς τις ανεπτυγμένες οικονομίες, μέσω των μεγάλων τραπεζών που τώρα απολαμβάνουν της ανοιχτής στήριξης του κράτους και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Από την οπτική γωνία των διεθνών επενδυτών, οι μέγα - τράπεζες με το συστημικό τους μέγεθος που ... απαγορεύει τη χρεοκοπία αποτελούν το ιδανικό μέρος για να ... παρκάρουν τα αποθεματικά τους – όσον καιρό το εθνικό κράτος όπου έχουν την έδρα τους παραμένει φερέγγυο. Αλλά τι θα κάνουν οι εν λόγω τράπεζες με αυτά τα κεφάλαια;
Όταν είχε ανακύψει ανάλογο ζήτημα στη δεκαετία του 1970 – η αποκαλούμενη ανακύκλωση των πετρελαϊκών πλεονασμάτων – οι τράπεζες των δυτικών χρηματοπιστωτικών κέντρων προχώρησαν σε πιστωτική επέκταση στη Λατινική Αμερική, την κομμουνιστική Πολωνία και την κομμουνιστική Ρουμανία. Δεν επρόκειτο για καλή ιδέα, αφού οδήγησε στην πολύ μεγάλη – για τα δεδομένα της τότε εποχής – κρίση χρέους του 1982.
Προς κάτι ανάλογο οδεύουμε σήμερα, μόνο που θα πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Καθώς κατευθυνόμαστε προς ένα τέτοιο κύκλο, οι τράπεζες και οι άλλοι παίκτες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν κάθε κίνητρο να φορτωθούν με κινδύνους. Οι ίδιοι θα αποκομίσουν τα οφέλη (οι αμοιβές της Γουόλ Στριτ έσπασαν φέτος κάθε ρεκόρ), ενώ οι ζημιές θα επιβαρύνουν τους φορολογούμενους. Οι ‘νομισματικοί πόλεμοι’ από μόνοι τους είναι απλές αψιμαχίες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος παραμένει άκρως ασταθής και πως η αλόγιστη ανάληψη κινδύνων μπορεί για άλλη μια φορά να οδηγήσει σε τρομερές ζημιές που θα διαχυθούν σε ολόκληρο το σύστημα.