Lolitopages

Saturday, April 23, 2011

Φυγή στην ουτοπία

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

 Τα αλήστου μνήμης ριάλιτι σόου τα αντικατέστησαν σε όλης της εμβέλειας τηλεοπτικούς σταθμούς μαθήματα και διαγωνισμοί μαγειρικής.

Δύο, εν πρώτοις, αναμνήσεις από τον Καραγκιόζη: Ο Καραγκιόζης σπάει στο ξύλο τον Χατζηαβάτη, γιατί τον ξύπνησε και διέκοψε το όνειρό του ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να καταβροχθίσει μια μακαρονάδα αλλά δεν είχε προλάβει να βάλει τη σάλτσα και το τριμμένο τυρί!!


Ο Καραγικόζης περιφέρεται θεονήστικος και καθώς περνάει κάτω από το παράθυρο του Σεραγιού όπου η βεζυροπούλα κεντάει, την ακούει να τον παρακαλεί να της βρει το βελόνι της που της έχει πέσει στο καλντερίμι. Ο Καραγκιόζης προθυμοποιείται να ψάξει κι όταν το βρίσκει της ζητάει να του ρίξει ένα καρβέλι για να το καρφιτσώσει και να της το πετάξει...

Και στις δύο αυτές τραγικές καταστάσεις ο εφευρετικός Ρωμιός, πεινασμένος «καρβέλια» ονειρεύεται. Αυτή η πασίγνωστη λαϊκή παροιμία έρχεται από πολύ μακριά και περιγράφει με τρόπο συνταρακτικό και απλό συνάμα πως κάθε φορά ο απλός λαός στις μαύρες του, σε κρίσεις, στα στενά καταφεύγει στο όνειρο ή απλούστερα στην ουτοπία. Και για να μην πάμε μακρύτερα από τα κοινώς γνωστά, ας ξεκινήσουμε από τις ουτοπίες του Αριστοφάνη. Η καταφυγή του μεγάλου κωμωδιογράφου σε ουτοπικές ιστορίες δεν οφειλόταν μόνο στη διά νόμου της Βουλής απαγόρευση του «ονομαστί κωμωδείν», δηλαδή της σάτιρας των επωνύμων πολιτικών προσώπων, κάτι που επεδίωξε αρχικά ο «στόχος» Κλέων αλλά απέτυχε να παρασύρει τη Βουλή. Αλλά η προσωπική σάτιρα, όταν έχει κριτήριο πολιτικό συμπαρασύρει και τους θεσμούς και τις εφαρμογές τους. Αρα η απαγόρευση της κριτικής των ηγετών φίμωνε και την κριτική των καταστάσεων και της πολιτικής συγκυρίας.

Ετσι ο Αριστοφάνης εφευρίσκει τις ουτοπίες: οι γυναίκες αντιδρώντας στον πόλεμο που στέλνει στον Χάρο τα αγόρια τους, αποφασίζουν να απόσχουν από τις ερωτικές συνευρέσεις, νόμιμες και παράνομες. Οι γυναίκες επαναστατούν και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ο τυφλός Πλούτος βρίσκει το φως του και μοιράζει πλέον δίκαια τα αγαθά. Αθηναίοι πολίτες απελπισμένοι από τα αδιέξοδα εφαρμογής των θεσμών, κοινωνική αδικία, οικονομική δυσπραγία, μεροληπτική δικαιοσύνη κ.λπ. εγκαταλείπουν την πόλη-κράτος και ιδρύουν άλλη πολιτεία μαζί με τα πουλιά, μεταξύ ουρανού και γης, εκβιάζοντας θνητούς και αθανάτους, στερώντας τους το αλισβερίσι τους. Ολα αυτά σε καιρό είτε πολέμου και μάλιστα εμφυλίου, είτε έπειτα από μια ήττα όπου κυριαρχεί ανασφάλεια, πείνα και έκλυση των ηθών.

Δεν θέλω να ερεθίσω τα πράγματα, αλλά και ο χριστιανισμός φούντωσε και γιγαντώθηκε σε τρομερή εποχή ανασφάλειας, ερίδων δυναστικών, καθόδου των βαρβάρων. Ο Μέγας Κωνσταντίνος προέβη στην ανακήρυξη του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, όταν η νέα θρησκεία έχοντας προσηλυτίσει δούλους, γυναίκες και προλετάριους πολυεθνικής διαστρωμάτωσης σε εποχή διωγμών και πείνας υποσχόταν μια άλλη, δικαιότερη ζωή, μια ουτοπία δίκην τόπου ελπίδας και πλήρωσης. Θυμίζω πως ο Τσιτσάνης στην Κατοχή τραγούδησε πως θα «πάει εκεί στην Αραπιά», όπου βέβαια για τον υποψιασμένο συνέλληνα σήμαινε τον τόπο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και τα μηνύματα της ήττας του Ρόμελ. Και ακόμη πιο πρόσφατα στη χούντα δεν τραγουδήσαμε φυγές «στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και στην «Τζαμάικα»; Αλλά και στις «Σεϋχέλλες»; Σήμερα η Ευρώπη, γενικώς η Δύση και τραγικά ο ευρωπαϊκός Νότος και η συμπερίληψη της τραγωδίας, ο τόπος μας, διέρχονται κρίση δεινή. Και σε ποια ουτοπία καταφεύγουν; Στη μαγειρική! Και θεωρώ πως απ΄ όλες τις ουτοπίες είναι η πλέον λογική, αφού το φαΐ και το πιοτί ικανοποιούν πρώτες ανάγκες, βασικότερες ακόμη και από την πολιτική ελευθερία χωρίς άλλο. Την περασμένη εβδομάδα και για πολλοστή φορά, αλλά τώρα συσσωρευτικά, οι πέντε μεγαλύτερες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες, με συνολική κυκλοφορία τα οκτώ δέκατα του συνόλου, μοίρασαν πολυτελή ιλουστρασιόν τεύχη γαστρονομίας, μία μάλιστα από αυτές μαζί με το κύριο «πιάτο» διένειμε και γαστρονομία για παιδιά!!

Και έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλει κανείς τις πρώτες και τις περισσότερες σελίδες των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων και τα πάνελ των τηλεοπτικών προγραμμάτων, όπου διεκτραγωδείται το οικονομικό ναυάγιο της χώρας, όπου κάθε οικογένεια έχει έναν άνεργο ή έναν απλήρωτο εργάτη, υπάλληλο ή επιστήμονα, ντοκιμαντέρ απεικονίζουν συμπολίτες μας να σκαλίζουν τα σκουπίδια για να βρουν αποφάγια, να τα αντιπαραβάλει ξαναλέω με τις υπέροχες συνταγές, μετά φωτογραφιών, σπανίων εδεσμάτων, τις λαχταριστές ετικέτες μιας ιδανικής οινοθήκης που προτείνονται από τα πολύχρωμα ένθετα, καθώς και τις περίπλοκες συνταγές που εκτελούν οι διαγωνιζόμενοι στα εστιατόρια της τηλεοπτικής ουτοπίας.

Στην εποχή που χρεοκόπησε ακόμη και το πλαστικό χρήμα, η ουτοπία μιας πανδαισίας, ενός φανταστικού ντερλικώματος, η καταφυγή στην ψευδαίσθηση ρωμαϊκών συμποσίων τροφοδοτεί (κυριολεκτικά) με νεφελομαγειρέματα, με ονειρογκάστρι τον νηστεύοντα βίο μας.

Σήμερα η Ευρώπη, γενικώς η Δύση και τραγικά ο ευρωπαϊκός Νότος και ο τόπος μας, διέρχονται κρίση δεινή. Και σε ποια ουτοπία καταφεύγουν; Στη μαγειρική! Τα αλήστου μνήμης ριάλιτι σόου τα αντικατέστησαν σε όλης της εμβέλειας τηλεοπτικούς σταθμούς μαθήματα και διαγωνισμοί μαγειρικής.

Δύο, εν πρώτοις, αναμνήσεις από τον Καραγκιόζη: Ο Καραγκιόζης σπάει στο ξύλο τον Χατζηαβάτη, γιατί τον ξύπνησε και διέκοψε το όνειρό του ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να καταβροχθίσει μια μακαρονάδα αλλά δεν είχε προλάβει να βάλει τη σάλτσα και το τριμμένο τυρί!!

Ο Καραγικόζης περιφέρεται θεονήστικος και καθώς περνάει κάτω από το παράθυρο του Σεραγιού όπου η βεζυροπούλα κεντάει, την ακούει να τον παρακαλεί να της βρει το βελόνι της που της έχει πέσει στο καλντερίμι. Ο Καραγκιόζης προθυμοποιείται να ψάξει κι όταν το βρίσκει της ζητάει να του ρίξει ένα καρβέλι για να το καρφιτσώσει και να της το πετάξει...

Και στις δύο αυτές τραγικές καταστάσεις ο εφευρετικός Ρωμιός, πεινασμένος «καρβέλια» ονειρεύεται. Αυτή η πασίγνωστη λαϊκή παροιμία έρχεται από πολύ μακριά και περιγράφει με τρόπο συνταρακτικό και απλό συνάμα πως κάθε φορά ο απλός λαός στις μαύρες του, σε κρίσεις, στα στενά καταφεύγει στο όνειρο ή απλούστερα στην ουτοπία. Και για να μην πάμε μακρύτερα από τα κοινώς γνωστά, ας ξεκινήσουμε από τις ουτοπίες του Αριστοφάνη. Η καταφυγή του μεγάλου κωμωδιογράφου σε ουτοπικές ιστορίες δεν οφειλόταν μόνο στη διά νόμου της Βουλής απαγόρευση του «ονομαστί κωμωδείν», δηλαδή της σάτιρας των επωνύμων πολιτικών προσώπων, κάτι που επεδίωξε αρχικά ο «στόχος» Κλέων αλλά απέτυχε να παρασύρει τη Βουλή. Αλλά η προσωπική σάτιρα, όταν έχει κριτήριο πολιτικό συμπαρασύρει και τους θεσμούς και τις εφαρμογές τους. Αρα η απαγόρευση της κριτικής των ηγετών φίμωνε και την κριτική των καταστάσεων και της πολιτικής συγκυρίας.

Ετσι ο Αριστοφάνης εφευρίσκει τις ουτοπίες: οι γυναίκες αντιδρώντας στον πόλεμο που στέλνει στον Χάρο τα αγόρια τους, αποφασίζουν να απόσχουν από τις ερωτικές συνευρέσεις, νόμιμες και παράνομες. Οι γυναίκες επαναστατούν και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ο τυφλός Πλούτος βρίσκει το φως του και μοιράζει πλέον δίκαια τα αγαθά. Αθηναίοι πολίτες απελπισμένοι από τα αδιέξοδα εφαρμογής των θεσμών, κοινωνική αδικία, οικονομική δυσπραγία, μεροληπτική δικαιοσύνη κ.λπ. εγκαταλείπουν την πόλη-κράτος και ιδρύουν άλλη πολιτεία μαζί με τα πουλιά, μεταξύ ουρανού και γης, εκβιάζοντας θνητούς και αθανάτους, στερώντας τους το αλισβερίσι τους. Ολα αυτά σε καιρό είτε πολέμου και μάλιστα εμφυλίου, είτε έπειτα από μια ήττα όπου κυριαρχεί ανασφάλεια, πείνα και έκλυση των ηθών.

Δεν θέλω να ερεθίσω τα πράγματα, αλλά και ο χριστιανισμός φούντωσε και γιγαντώθηκε σε τρομερή εποχή ανασφάλειας, ερίδων δυναστικών, καθόδου των βαρβάρων. Ο Μέγας Κωνσταντίνος προέβη στην ανακήρυξη του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, όταν η νέα θρησκεία έχοντας προσηλυτίσει δούλους, γυναίκες και προλετάριους πολυεθνικής διαστρωμάτωσης σε εποχή διωγμών και πείνας υποσχόταν μια άλλη, δικαιότερη ζωή, μια ουτοπία δίκην τόπου ελπίδας και πλήρωσης. Θυμίζω πως ο Τσιτσάνης στην Κατοχή τραγούδησε πως θα «πάει εκεί στην Αραπιά», όπου βέβαια για τον υποψιασμένο συνέλληνα σήμαινε τον τόπο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και τα μηνύματα της ήττας του Ρόμελ. Και ακόμη πιο πρόσφατα στη χούντα δεν τραγουδήσαμε φυγές «στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και στην «Τζαμάικα»; Αλλά και στις «Σεϋχέλλες»; Σήμερα η Ευρώπη, γενικώς η Δύση και τραγικά ο ευρωπαϊκός Νότος και η συμπερίληψη της τραγωδίας, ο τόπος μας, διέρχονται κρίση δεινή. Και σε ποια ουτοπία καταφεύγουν; Στη μαγειρική! Και θεωρώ πως απ΄ όλες τις ουτοπίες είναι η πλέον λογική, αφού το φαΐ και το πιοτί ικανοποιούν πρώτες ανάγκες, βασικότερες ακόμη και από την πολιτική ελευθερία χωρίς άλλο. Την περασμένη εβδομάδα και για πολλοστή φορά, αλλά τώρα συσσωρευτικά, οι πέντε μεγαλύτερες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες, με συνολική κυκλοφορία τα οκτώ δέκατα του συνόλου, μοίρασαν πολυτελή ιλουστρασιόν τεύχη γαστρονομίας, μία μάλιστα από αυτές μαζί με το κύριο «πιάτο» διένειμε και γαστρονομία για παιδιά!!

Και έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλει κανείς τις πρώτες και τις περισσότερες σελίδες των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων και τα πάνελ των τηλεοπτικών προγραμμάτων, όπου διεκτραγωδείται το οικονομικό ναυάγιο της χώρας, όπου κάθε οικογένεια έχει έναν άνεργο ή έναν απλήρωτο εργάτη, υπάλληλο ή επιστήμονα, ντοκιμαντέρ απεικονίζουν συμπολίτες μας να σκαλίζουν τα σκουπίδια για να βρουν αποφάγια, να τα αντιπαραβάλει ξαναλέω με τις υπέροχες συνταγές, μετά φωτογραφιών, σπανίων εδεσμάτων, τις λαχταριστές ετικέτες μιας ιδανικής οινοθήκης που προτείνονται από τα πολύχρωμα ένθετα, καθώς και τις περίπλοκες συνταγές που εκτελούν οι διαγωνιζόμενοι στα εστιατόρια της τηλεοπτικής ουτοπίας.

Στην εποχή που χρεοκόπησε ακόμη και το πλαστικό χρήμα, η ουτοπία μιας πανδαισίας, ενός φανταστικού ντερλικώματος, η καταφυγή στην ψευδαίσθηση ρωμαϊκών συμποσίων τροφοδοτεί (κυριολεκτικά) με νεφελομαγειρέματα, με ονειρογκάστρι τον νηστεύοντα βίο μας.

Σήμερα η Ευρώπη, γενικώς η Δύση και τραγικά ο ευρωπαϊκός Νότος και ο τόπος μας, διέρχονται κρίση δεινή. Και σε ποια ουτοπία καταφεύγουν; Στη μαγειρική!