Είναι δύο υπάλληλοι σε ένα γραφείο και δεν την παλεύουν καθόλου.
Ιούλιος μήνας, ζέστη αφόρητη, πολλή δουλειά, όρεξη μηδέν. Ο ένας έχει σαλτάρει τελείως και έπειτα από μερικές αποτυχημένες απόπειρες να κερδίσει μια άδεια από το σκληρό αφεντικό, αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα και να εκβιάσει λίγο την κατάσταση. Πάει λοιπόν, κρεμιέται από το ταβάνι και αρχίζει να βγάζει περίεργους ήχους. Μπαίνει το αφεντικό στο γραφείο, τον βλέπει, μένει κάγκελο:
- Τι έπαθες ρε; Γιατί κρεμάστηκες από το ταβάνι;
- Είμαι λάμπα!
- Ααα, δεν πάς καλά εσύ. Πάρε μια αδειούλα μπας και ξελαμπικάρεις λίγο.
Κατεβαίνει κάτω ο τύπος και φεύγει. Τον βλέπει ο συνάδελφος του και σηκώνεται και αυτός και τον ακολουθεί από πίσω. Τον βλέπει το αφεντικό:
- Εσύ που πας;
- Ε, δεν μπορώ να δουλέψω μέσα στα σκοτάδια!