Ό Κωνσταντίνος δεν παρέμεινε στην Ελλάδα μετά την παραίτησή του. Στις 30 Σεπτεμβρίου, μαζί με την οικογένειά του, έφυγε από τον Ωρωπό με αγγλικό πολεμικό. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου 1922/9 'Ιανουαρίου 1923, πέθανε στο Παλέρμο της Ιταλίας.
Μια μέρα πριν από την αναχώρησή του και την άνοδο στο θρόνο του γιου του Γεωργίου σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση, στην όποία η επανάσταση παραχώρησε ένα μέρος (όχι το σημαντικότερο) της εξουσίας της. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Α. Ζαΐμης, τέως αρμοστής της Κρήτης, που και στο παρελθόν αρκετές φορές είχε χρησιμοποιηθεί σαν «λύση εκτάκτου ανάγκης». Ό Ζαΐμης όμως δε δέχτηκε την εντολή και καθήκοντα πρωθυπουργού ανέλαβε να εκτελεί προσωρινά ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός Εσωτερικών Σωτ. Κροκίδας. Το Υπουργείο Εξωτερικών δόθηκε στο Νικ. Πολίτη, τέως υπουργό Εξωτερικών του Βενιζέλου. Από το Παρίσι, Όπου βρισκόταν ο Πολίτης, δήλωσε ότι αποδέχεται το διορισμό του και ανέλαβε τα καθήκοντά του λίγες μέρες αργότερα. Ή υπόλοιπη κυβέρνηση συμπληρώθηκε ως έξης: Φ. Βασιλείου υπουργός Δικαιοσύνης, Ευθ. Κανελλόπουλος Εθνικής Οικονομίας, Α. Διομήδης Οικονομικών, Ι. Σιώτης Παιδείας, Α. Χαραλάμπης Στρατιωτικών, Δ. Παπαχρηστος Ναυτικών, Γ. Εμπειρίκος Επισιτισμού, Α. Δοξιάδης Περιθάλψεως, Π. Καλλιγας Συγκοινωνιών και Γεωργίας και Α. Χρηστομάνος ΤΤΤ.
Λίγες μέρες αργότερα αναδιοργανώθηκε και ή ηγεσία του κινήματος. Καταργήθηκε ή δωδεκαμελης Επαναστατική Επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν κατά δύο τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επαναστάσεως με τη συμμετοχή σ' αύτη του πλοίαρχου Άλ. Χατζηκυριάκου και του συνταγματάρχη Λ. Σακελλαρόπουλου.
Ή αρχική σκέψη της επαναστάσεως να προσαχθούν οι κρατούμενοι υπουργοί στο πολεμικό «Λήμνος» στον Πειραιά και να εκτελεσθούν εκεί, μετά από συνοπτική διαδικασία, είχε εγκαταλειφθεί. Ή μετριοπαθέστερη μερίδα των Φιλελευθέρων, την όποία εκπροσωπούσε ο στρατηγός Δαγκλής, δε συμφωνούσε με αύτη τη διαδικασία και, το κυριότερο, οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν εκφράσει την απόλυτη αντίθεσή τους στις εκτελέσεις κατά την πρώτη συνάντησή τους με τους ηγέτες του κινήματος στις 15/28 Σεπτεμβρίου. Στη συνάντηση εκείνη ο Γονατιάς και ο Πλαστήρας συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι σε τακτικό δικαστήριο. την απόφασή της αύτη γνωστοποίησε στις εφημερίδες ή επανάσταση στις 16/29 Σεπτεμβρίου με ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου της Επαναστατικής Επιτροπής.
Οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα στις τάξεις των μεσαίων και κατωτέρων στελεχών του στρατού, υπήρξαν έντονες και άμεσες, και οδήγησαν την ηγεσία του κινήματος να αλλάξει τελικά γραμμή πλεύσεως στο ζήτημα της τιμωρίας «των υπευθύνων της καταστροφής». Υποκινούμενοι κυρίως (όλοι όχι αποκλειστικά) από τον Πάγκαλο, που προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να προωθηθεί στην ηγεσία της επαναστάσεως, με σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας, οι αξιωματικοί έδειχναν αποφασισμένοι να ανατρέψουν τους - γενικότερα «διστακτικούς» - Πλαστήρα και Γονατα.
Οι όποιες υποκινήσεις, όμως, ούτε δημιούργησαν ούτε, συνεπώς, αποτελούν ερμηνεία για τη στάση του στρατού στο θέμα αυτό. Το κλίμα εχθρότητας εναντίον «των πολιτικών» υπήρχε ήδη στις τάξεις των αξιωματικών και ή πεποίθηση -το σοβαρότερο από όλα τα επιχειρήματα - ότι χωρίς την τιμωρία των «υψηλά ισταμένων» δε θα μπορούσε να αποκατασταθεί «με τον κλάδον της ελαίας αλλά και με το κνούτον» η πειθαρχία στο στράτευμα, ήταν πεποίθηση γενική που την συμμεριζόταν απόλυτα και η ηγεσία του κινήματος.
Ή συντηρητική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων, παρόλο που δεχόταν, και αυτή, την ταύτιση της τιμωρίας των υπευθύνων με την ανασυγκρότηση του στρατού, έκρινε ότι οι αντιρρήσεις της Αγγλίας στο θέμα των εκτελέσεων έπρεπε να γίνουν σεβαστές. Σ' αυτούς ακριβώς όμως τους κύκλους των Φιλελευθέρων υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις. Κατά τη διάρκεια μακράς συνομιλίας του με το Lindley, τέως υπουργός του Βενιζέλου προσπάθησε να πείσει τον Άγγλο πρεσβευτή ότι «η εκτέλεση ολίγων υπουργών θα ικανοποιούσε την εκδικητικότητα του πλήθους και θα αποσοβούσε τον κίνδυνο να στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον εκείνων που αρχικά ξεκίνησαν τη Μικρασιατική εκστρατεία».
Στις 4/17 Οκτωβρίου, η πενταμελής «Εκτελεστική Επιτροπή της Επαναστάσεως» εξέδωσε διάγγελμα, στο οποίο μνημόνευε για πρώτη φορά την ανάγκη της «παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των έχθρών της Πατρίδος, εις τους όποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου, καθώς και «ή διεθνής καταδίκη της Θράκης, ή όποία, δυστυχώς, είχε προηγηθεί της Επαναστάσεως». (Ή τελευταία φράση με την οποία εκλογικεύεται η απόφαση της επαναστάσεως να εκκενώσει την ανατολική Θράκη, χωρίς να υπάρχει γι' αυτό κανένας στρατιωτικός λόγος, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική).
Άλλα και το διάγγελμα αυτό, που το είχε συντάξει ο πολιτικός σύμβουλος του Πλαστήρα, Γ. Παπανδρέου, δεν πέτυχε να καθησυχάσει τα πνεύματα, εφόσον δεν προσδιόριζε ούτε το χρόνο ούτε τον τρόπο παραπομπής των κρατουμένων σε δίκη. Στις 12/25 Οκτωβρίου ή επανάσταση ανακοίνωσε τη σύσταση εκτάκτου στρατοδικείου που θα δίκαζε τους υπεύθυνους της καταστροφής.
Ό Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της Ανακριτικής Επιτροπής (τα δύο άλλα μέλη της ήταν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας), η οποία σε δύο εβδομάδες υπέβαλε το πόρισμά της. Το πόρισμα ζητούσε την παραπομπή στο στρατοδικείο των Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ξ. Στρατηγού, Μ. Γούδα, Ν. Στράτου, Ν. Θεοτόκη και Γ. Χατζανέστη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Οι οκτώ κατηγορούμενοι «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου. . . . παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν Πολέμου».
Στη συνέχεια το κατηγορητήριο προσδιόριζε δεκατέσσερα συγκεκριμένα «μέσα που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας. Μεταξύ αυτών ήταν: το ότι αγνόησαν τις προειδοποιήσεις της Entente ως προς τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα η επιστροφή του Κωνσταντίνου, δεν του υπέδειξαν μετά την επιστροφή του να παραιτηθεί, τοποθέτησαν άχρηστα και απειροπόλεμα στελέχη επικεφαλής του στρατού, διεξήγαγαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1921 με τρόπο ώστε να προκληθούν ήττες, απώλειες και κλονισμός του ηθικού του ελληνικού στρατού, προέβησαν σε διορισμό του Χατζανέστη, «γνωστού εις πάντας και εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου, στη θέση του αρχιστράτηγου απέσπασαν από τη Μικρά Ασία και έστειλαν στη Θράκη στρατιωτικές δυνάμεις «προς παιδαριώδη σκοπόν» κλπ.
Την προεδρία του στρατοδικείου ανέλαβε ο υποστράτηγος Ά. Οθωναίος. Ή τελική του σύνθεση (μετά την αίτηση εξαιρέσεως τεσσάρων από τους στρατοδίκες) ήταν ή έξης: Θ. Χαβίνης, Άνδρ. Παναγιωτόπουλος και Μ. Ζωγράφος (συνταγματάρχες), Κ. Μανέτας (αντισυνταγματάρχης), Χαρ. Γραβάνης, Η. Βαμβακόπουλος και Λεων. Κανάρης (ταγματάρχες), Βυρ. Καραπαναγιώτης (λοχαγός), Κ. Τσερούλης (στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος), Ι. Γιαννικώστας (πλοίαρχος), Κ. Φραγκόπουλος και Γ. Σκανδάλης (αντιπλοίαρχοι).
Επίτροποι της επαναστάσεως ορίστηκαν ο Α. Γεωργιάδης (εισαγγελέας του Αρειού Πάγου) και οι συνταγματάρχες Ν. Γρηγοριάδης και Ν. Ζουρίδης, ενώ συνήγοροι των κατηγορουμένων παρέστησαν οι : Σ. Σωτηριάδης, Κ. Τσουκαλάς, Α. Παπαληγούρας, Α. Ρωμανός, Οίκονομίδης, Χ. Δουκάκης και Νοταρας. Ή δίκη άρχισε στις 31 Oκτωβρίου/13 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε, μετά από 14 συνεδριάσεις, στις 14/27 Νοεμβρίου.
Το στρατοδικείο ασχολήθηκε καταρχήν με την εξέταση - και απόρριψη - της ενστάσεως αναρμοδιότητας και εκείνης του περιορισμού της ευθύνης των κατηγορουμένων κατά το χρόνο της υπουργικής τους ευθύνης, που είχε υποβάλει ή υπεράσπιση. Ακολούθησε ή εξέταση δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας και δώδεκα μαρτύρων υπερασπίσεως - κατά πλειοψηφία στρατιωτικών και στις δύο περιπτώσεις - οι απολογίες των κατηγουμένων και οι αγορεύσεις των επιτρόπων της επαναστάσεως και των συνηγόρων. Με εξαίρεση το γεγονός ότι παρά την εύλογη αίτηση της υπερασπίσεως ο πρόεδρος δε διέκοψε τη δίκη μετά τη σοβαρή ασθένεια του Δ. Γούναρη (που χρειάστηκε να μεταφερθεί σε κλινική των Αθηνών), η διαδικασία του δικαστηρίου κρατήθηκε σε υψηλό επίπεδο.
Για την απόφαση του στρατοδικείου ωστόσο δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν από την έναρξη της δίκης ούτε κατά τη διάρκειά της. Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους, με βάση το κατηγορητήριο αυτό, υπήρξαν πράξεις σκοπιμότητας «εθνικής σκοπιμότητας» όπως, πoλύ εύστοχα, παραδέχτηκε αργότερα τόσο ο Πάγκαλος όσο και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές ή μελετητές των γεγονότων της εποχής εκείνης. Το κατηγορητήριο τυπικά αστήρικτο γιατί η κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό περιοχή της δυτικής Μικρός Ασίας δεν ήταν ελληνικό έδαφος ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό Δίκαιο, παρέμεινε και ουσιαστικά αστήρικτο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον από κανένα στοιχείο της διαδικασίας αυτής δεν προέκυψε ή έννοια του δόλου των κατηγορουμένων.
Χωρίς όμως το δικαιωτικό μύθο της «εσχάτης προδοσίας» των διαχειριστών της εξουσίας κατά τη διετία 1920 - 22 και την αποκλειστική τους ευθύνη για την καταστροφή, δεν ήταν δυνατόν να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «τις πταιει», στο όποιο κατέληγε το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής, και, το κυριότερο, δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί το κενό που ή πιεστική παρουσία του μπορούσε να οδηγήσει στο ουσιαστικό ερώτημα - τις πταιει.
Το γεγονός ότι «η Δίκη των Εξ» υπήρξε, με την παραπάνω έννοια, δίκη σκοπιμότητας, δεν περιορίζει αλλά αντίθετα τονίζει τη σημασία της και τα ογκώδη πρακτικά της αποτελούν μια από τις πολυτιμότερες πήγες για τη μελέτη της περιόδου.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η κατηγορία προσπαθούσε ουσιαστικά να αποδείξει δύο πράγματα: ότι η στρατιωτική ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου βάρυνε αποκλειστικά την ανώτατη ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη (ο τέως αρχηγός της Στρατιάς στρατηγός Παπούλας εμφανίστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας), και ότι, γενικότερα, η θέση αδυναμίας (στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής), στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της απομονώσεώς της από την Entente, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου, και της «αυτοτελειακης πολιτικής» που υιοθέτησε ο Κωνσταντινισμός.
Ή υπεράσπιση, από την άλλη πλευρά, επιχειρούσε να αντικρούσει σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο το πρώτο σκέλος της κατηγορίας και να αποδείξει, ως προς το δεύτερο, ότι οι κατηγορούμενοι δεν ακολούθησαν αυτοτελειακή πολιτική (πράγμα που ήταν απόλυτα σωστό) και ότι η στάση της Entente δεν άλλαξε μετά τη μεταπολίτευση (πράγμα που δεν ήταν σωστό). Οι αναφορές σε ουσιαστικά αίτια, που μπορεί να οδήγησαν σε κάποιες αλλαγές της στάσεως των Δυνάμεων, αίτια που να μην είχαν όμως καμία σχέση με τις ελληνικές εσωτερικές εξελίξεις, υπήρξαν εξαιρετικά σπάνιες, διατυπώθηκαν κυρίως από το Ν. Στράτο (που με την απολογία και τη δευτερολογία του παρουσιάστηκε περισσότερο συγκροτημένος από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους) και είχαν τη μορφή προσεκτικών, συνήθως, νύξεων.
Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας - στο βαθμό που είναι δυνατόν να διαχωριστεί το κατηγορητήριο σε «στρατιωτικό» και «πολιτικό» - αφιερώθηκε στην εξέταση των στρατιωτικών αιτίων της καταστροφής, το κύριο χαρακτηριστικό της δίκης ήταν αυτή ακριβώς η σύμπτωση απόψεων, η αποδοχή κοινών πλαισίων, τόσο από την κατηγορία όσο και από την υπεράσπιση, στο ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδος με την Έntente. Χωρίς την καλή διάθεση των Δυνάμεων η Ελλάδα δεν ήταν «σοβαρόν έθνος», όπως υποστήριζε ο Γούναρης, ούτε η ελληνική διπλωματία μπορούσε να παίζει το ρόλο «Μεγάλης Δυνάμεως», σύμφωνα με τον επίτροπο Ν. Ζουρίδη.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το εύρος και ο βαθμός της αποδοχής των πλαισίων αυτών από ολόκληρη την ελληνική πολιτική ηγεσία, αποδοχής πού δεν εκπροσωπούσε μόνο και, κυρίως, δεν «επέβαλε» ο Βενιζέλος. Ό αντιβενιζελικός Γ. Ράλλης, ο αντικειμενικότερος από τούς μάρτυρες κατηγορίας, κατέθεσε - σαν γνωστό και αποδεκτό γεγονός από τα πολιτικά κόμματα και την κοινή γνώμη - ότι κατά τη διάρκεια της κυβερνήσεως των Φιλελευθέρων η «Ελλάς εχρησίμευσεν ως στρατιωτικόν μέσον δια τα ζητήματα της Ανατολής, δια να τερματισθεί ο πόλεμος εις την Ανατολήν», ενώ ο Κ. Ζαβιτζιάνος, μετριοπαθής Βενιζελικός την εποχή εκείνη (μάρτυρας κατηγορίας) θα απαντήσει «Ασφαλώς» σε ερώτηση ενός από τούς στρατοδίκες «αν τα συμφέροντα της Ελλάδος εξαρτώνται αποκλειστικώς εκ της Αγγλίας και της Γαλλίας». Τέλος ο Κ. Ρέντης, ο κύριος πολιτικός μάρτυρας κατηγορίας (πού ανέλαβε το «Υπουργείο Δικαιοσύνης και προσωρινά των Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση πού ορκίστηκε κατά την τελευταία μέρα της δίκης», είπε τα έξης γύρω από το ζήτημα αυτό: «την λύσιν του Ανατολικού ζητήματος εισηγήθει τρόπον τινά η Ελλάς. Είπεν εις τας Δυνάμεις: Γνωρίζομεν ότι ήτο ανάγκη υπάρξεως μιας μεγάλης Δυνάμεως, διότι σεις μεταξύ σας δεν συμφωνείτε, ούτε εις τον διαμοιρασμόν ούτε δια να λάβει καμία την θέσιν της Ανατολικής Δυνάμεως, οιαδήποτε εξ υμών. Άλλ' αντί να έχετε τους Τούρκους, διατί να μη θέσητε ημάς τούς Έλληνας, οι οποίοι θα είμεθα και πιστότεροι προς σας και φορείς του πολιτισμού, καθ' ων ναυτικόν Κράτος; Αι δυνάμεις εστηρίχθησαν ίσως εις την θάλασσαν και δεν ήθελαν να επαναληφθεί η περίπτωση του 1914, όπότε οι τούρκοι έκλεισαν τα Στενά». «Δεν ήτο δυνατόν. . . να ειπωμεν ότι είμεθα αυτοτελείς και να ενεργήσωμεν δια των ιδίων μας δυνάμεων. Άλλ' ούτε η ιστορία μας ούτε η πραγματική κατάστασις επιτρέπει να ενεργήσωμεν μόνοι. . . ».
Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του στρατηγό Οθωναίο τις πρωινές ώρες της 15/ 28 Νοεμβρίου. Έκρινε ενόχους όλους τούς κατηγορουμένους και καταδίκαζε παμψηφεί σε θανάτου τους Γ. Χατζανέστη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, και σε ισόβια δεσμά τους Μ. Γούδα και Ξ. Στρατηγό, «οι όποίοι εξετέλεσαν τας ανωτέρω πράξεις εν μετρία συγχύσει».
Οι προσπάθειες για τη σωτηρία του Γούναρη και των συνεργατών του, πού είχαν αρχίσει πολύ πριν από την έναρξη των συνεδριάσεων του στρατοδικείου, δεν είχαν φέρει κανένα αποτέλεσμα.
Στα επανειλημμένα διαβήματά του ο Lindley τόνιζε στην ελληνική κυβέρνηση τις σοβαρές επιπτώσεις που θα είχε στις αγγλοελληνικές σχέσεις η καταδίκη των κατηγορουμένων σε θάνατο, και στις 4/17 Νοεμβρίου η Επαναστατική Επιτροπή ειδοποιήθηκε επίσημα από το Υπουργείο Εξωτερικών ότι η Αγγλία θα απέσυρε τον πρεσβευτή της από την Αθήνα σε περίπτωση εκτελέσεων.
Στις 10/23 Νοεμβρίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Κροκίδα, πού έκρινε - αντίθετα από ορισμένα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής - ότι το αγγλικό διάβημα είχε ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα. Τέσσερις μέρες αργότερα ορκίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το συνταγματάρχη Στ. Γονατα. Μέλη της ήταν οι : Θ. Πάγκαλος Στρατιωτικών, Περ. Πιερράκος Μαυρομιχάλης, υποστράτηγος, Εσωτερικών, Κ. Βούλγαρης, ναύαρχος, Ναυτικών, Κ. Ρέντης Δικαιοσύνης και προσωρινά Εξωτερικών στη θέση του Α. Αλεξανδρή, Α. Χατζηκυριάκος Εθνικής Οικονομίας, Άντ. Πρέκας Οικονομικών, Γ. Εμπειρίκος Επισιτισμού, Α. Δοξιάδης Περιθάλψεως, Ι. Σιώτης Παιδείας, Γ. Σιδέρης Γεωργίας και Λ. Σακελλαρόπουλος, συνταγματάρχης, Συγκοινωνιών και Τ.Τ.Τ.
Ό Πλαστήρας παρέμεινε έξω από την κυβέρνηση σαν «Αρχηγός της Επαναστάσεως». Μετά την ορκωμοσία ο Άγγλος πρεσβευτής συναντήθηκε με τον προσωρινό υπουργό Εξωτερικών Κ. Ρέντη και αργότερα την ίδια μέρα με τον Πλαστήρα, τον οποίο και προσπάθησε να πείσει να ματαιωθούν οι θανατικές καταδίκες, που όλοι περίμεναν ότι θα επέβαλλε το στρατοδικείο. Ό Πλαστήρας όμως δήλωσε στο Lindley ότι δεν είχε άλλη εκλογή από το να σεβαστεί τη δικαστική απόφαση, όποια και αν ήταν, γιατί στην αντίθετή περίπτωση δε θα μπορούσε ή Επανάσταση να αποκαταστήσει την πειθαρχία στο στράτευμα.
Ή απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε πραγματικά στις 11.30' το πρωί της επόμενης μέρας, 15/28 Νοεμβρίου. Στις λίγες ώρες που μεσολάβησαν ανάμεσα στις εκτελέσεις και την αναχώρηση του πρεσβευτή της Αγγλίας για το Λονδίνο, έφτασε από τη Λοζάννη στην Αθηνά ο Άγγλος πλοίαρχος Τάλμποτ, προσωπικός φίλος και απεσταλμένος του Βενιζέλου. Λίγο μετά την άφιξη του Τάλμποτ, η κυβέρνηση έλαβε και τηλεγράφημα του Βενιζέλου, ο οποίος είχε πληροφορηθεί το απόγευμα της 15ης /28ης Νοεμβρίου την απόφαση του στρατοδικείου.
Ό Βενιζέλος είχε πολλές φορές μέχρι τη στιγμή εκείνη αρνηθεί να λάβει θέση στο ζήτημα της Δίκης των Εξ, επιμένοντας στη δήλωση που είχε κάνει αποδεχόμενος την εντολή εκπροσωπήσεως της Ελλάδος στο εξωτερικό, να μην αναμιχθεί πλέον στην ενεργό πολιτική και στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Στο τηλεγράφημά του τόνιζε και πάλι την απόφασή του αυτή, ειδοποιούσε την κυβέρνηση ότι η Αγγλία ήταν πραγματικά αποφασισμένη, σε περίπτωση εκτελέσεων, να ανακαλέσει τον πρεσβευτή της από την Αθηνά, και κατέληγε με τη φράση ότι θεωρεί καθήκον του «να επισύρει την προσοχή της κυβερνήσεως επί του γεγονότος ότι η θέσις του ενταύθα [στη Διεθνή Συνδιάσκεψη της Λοζάννης], θα καταστεί δυσχερής».
Ακόμα και αν υποτεθεί ωστόσο ότι ο Βενιζέλος, σε ευθετότερο χρόνο, ζητούσε από την επανάσταση με τρόπο σαφή τη ματαίωση των εκτελέσεων, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η παρέμβασή του θα είχε αποτέλεσμα. 'Όπως έγραψε και ο αρθρογράφος του βενιζελικου «Ελευθέρου Βήματος» στις 17/30 Νοεμβρίου, «του Ελληνισμού η σκληρότατη Ειμαρμένη ηξίωσε την θυσίαν».
Το ίδιο ισχύει και για την παρέμβαση του Τάλμποτ, που έφτασε στην Αθήνα μετά τις εκτελέσεις. Ό κύριος σκοπός της αποστολής του, εξάλλου, ήταν η σωτηρία του πρίγκιπα Ανδρέα, που είχε παραπεμφθεί στο στρατοδικείο με την κατηγορία της αρνήσεως εκτελέσεως διαταγής του αρχηγού της Στρατιάς κατά τις μάχες στο Σαγγάριο το Σεπτέμβριο του 1921. Και ο σκοπός αυτός εκπληρώθηκε. Παρά το γεγονός ότι ή κατηγορία εναντίον του πρίγκιπα Ανδρέα (που υπηρέτησε στο μικρασιατικό μέτωπο σαν διοικητής του Β' Σώματος Στρατού με το βαθμό του αντιστράτηγου) αποδείχτηκε πλήρως κατά τη διαδικασία, το στρατοδικείο, μετά από προσωπική παρέμβαση του Πάγκαλου, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό «της τελείας απειρίας περί την διοίκησιν ανωτέρων μονάδων» και τον καταδίκασε στις 20 Νοεμβρίου /3 Δεκεμβρίου στην ποινή της ισόβιας υπερορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών.
Μια μέρα αργότερα ο πρίγκιπας, συνοδευόμενος από τον πλοίαρχο Τάλμποτ, αναχώρησε από το Φάληρο με το αγγλικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ». Το πλοίο σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει την οικογένειά του (γιος του πρίγκιπα Ανδρέα είναι ο σύζυγος της σημερινής βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ) και μετά κατευθύνθηκε στην Ιταλία.
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΝ ''Κατηγορείσθε ότι από της 1ης Νοεμβρίου 1920 και εφ' έξης μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένη χώραν της Μικράς Ασίας παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κλπ. .κλπ. δια των επομένων μέσων. 1) Διότι εν γνώσει της από 20 Νοεμβρίου διακοινώσεως των Μ. Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας προς τον ελληνικόν λαόν, ήτις κατηγορηματικώς εδήλου την έκπτωσιν ημών εκ της μετά των ειρημένων Δυνάμεων συμμαχίας και των εκ ταύτης συνεπειών προέβητε εις διενέργειαν δημοψηφίσματος, δια του από 12 Νοεμβρίου Ν. Διατάγματος, ούτινος επεδιώξατε την κύρωσιν, δια του από 26 Ιανουαρίου 1921 ψηφίσματος της Συνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοψηφίαν, προς επαναφοράν του τέως Βασιλέως, εκθέσαντες ούτω την Ελλάδα θεωρηθείσαν συνένοχον των εχθρικών πράξεων του Κωνσταντίνου, εις τας συνεπείας της ως άνω διακοινώσεως, αποκρύψαντες άμα την παρ' υμών προς τας ειρημένας Δυνάμεις δοθείσαν απάντησιν, εν η δολίως επεζητήθη η επαύξησις της εις τον ελληνικόν λαόν αποδοθείσης ευθύνης, δια της ανακριβούς βεβαιώσεως ότι τα 98% τούτου εψήφισαν υπέρ της επαναφοράς του τέως Βασιλέως και ήτις απάντησις παρέμεινεν άγνωστος μέχρι της υπό της Άνακριτικής Επιτροπής ανακαλύψεως του σχετικού εγγράφου. 2) Διότι ενώ δια της από 13 Ιανουαρίου 1920 αποφάσεως των Συμμάχων επεδικάσθη εις την Ελλάδα η Β. Ήπειρος με τα συμφωνηθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας δια της συμφωνίας Βενιζέλου - Τιττόνι της 16ης Ιουλίου 1919 και ενώ η Δωδεκάνησος δια της αυτής συμφωνίας είχε παραχωρηθεί εις την Ελλάδα, υμείς δεν προέβητε εις την λήψιν των αναγκαίων μέτρων δια την προσάρτησιν των ελληνικότατων τούτων χωρών εις το Κράτος εξυπηρετήσαντες ούτω συμφέροντα ξένης Δυνάμεως, διότι απησχολείσθε εν τω μεταξύ εις την ενεργείαν του ολεθρίου ψηφίσματος, το οποίον ήγαγε την Ελλάδα εις την καταστροφήν. 3) Διότι παρεγνωρίσατε την από 25ης Νοέμβριου 1920 διακοίνωσιν των αυτών ως άνω δυνάμεων περί οικονομικού της Ελλάδος αποκλεισμού εις περίπτωσιν επαναφοράς του Κωνσταντίνου επί του Θρόνου της Ελλάδος στερήσαντες ούτω την Πατρίδα ημών συναλλάγματος 33 εκατομμυρίων δολαρίων, 5 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών και 566 εκατομμυρίων φράγκων, αφίσαντες το παρά της Εθνικής Τραπέζης εκδοθέν χαρτονόμισμα, ακάλυπτον, τον Δημόσιον χρεώστην των αντιστοίχων ποσών των εκδοθέντων χαρτονομισμάτων, δημιουργήσαντες ούτω την πτώσιν, τον εξευτελισμό της δυνατότητος προς δόσιν εγγυήσεων δια την σύναψιν εξωτερικού δανείου, ματαιώσαντες την δια της από 26ης Φεβρουαρίου 1918 συμφωνίας μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, περί παροχής του πρώτου υλικού επί πιστώσει, παροχήν τοιούτου, ως και των ωφελειών του άρθρου 2, της αυτής συμφωνίας δημιουργήσαντες τελικώς δια πάντων τούτων και άλλων συνεπειών την οικονομικήν καταστροφήν της Πατρίδος. Την διακοίνωσιν δε ταύτην δόλω απεκρύψατε από τον ελληνικόν λαόν, δια κυβερνητικών ανακοινώσεων, παρανόμως λειτουργούσης, λογοκρισίας και αυθαιρέτων ενεργειών δικαστικών οργάνων. 4) Διότι ετοποθετήσατε επικεφαλής ανωτέρων και κατωτέρων μονάδων απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη και απεμακρύνατε του στρατεύματος ικανά και εμπειροπόλεμα και ενετάξατε εις τον στρατόν αυτομόλους προς τον εχθρόν εις βάρος του στρατεύματος και της Πατρίδος. 5) Διότι καίτοι κατέστησαν παγκοίνως γνωσταί αι δηλώσεις των πρωθυπουργών Αγγλίας και Γαλλίας προς τον κ.Δ. Γούναρην και δια αύτου προς πάντας τους συγκατηγορουμένους ως και του Προέδρου της επί των εξωτερικών κοινοβουλευτικής επιτροπής της Γαλλίας, Λεγκ ότι η Ελλάς δεν δύναται να τύχη ουδεμιάς υποστηρίξεως, εφ' όσον ευρίσκεται εις τον Θρόνον ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ,ούτε εις τον Βασιλέα υπεδείξατε να παραιτηθή, ούτε εν τη μη παραδοχή της υποδείξεώς σας παρητήθητε, από- κρύψαντες εις τον ελληνικόν λαόν πάντοτε την αλήθειαν, ην συστηματικώς δια των εν τη Συνελεύσει αγορεύσεων σας, δι' ανακοινώσεων κυβερνητικών, δια των οργάνων του κυβερνητικού τύπου και δια παρανόμως λειτουργούσης λογοκρισίας κατορθώσατε ν' αποκρύπτετε, εν γνώσει του αδυνάτου της διεθνούς αναγνωρίσεως του Καθεστώτος και απεπνίξατε πάσαν αποκαλυπτικήν φωνήν περί των λόγων της εκπτώσεως ημών εκ των συμμαχιών και του οικονομικού αποκλεισμού μέχρι της ημέρας της καταστροφής. 6) Διότι εκ Λονδίνου διετάχθησαν αι πολεμικαι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Άγκυραν, ίνα αποδώση τα αποτελέσματά της η κηρυχθείσα επιστράτευσις προκληθείσης ούτω παρ' υμών της πρώτης ήττης του ελληνικού στρατού ήτις έσχε σημαντικά αποτελέσματα επί της εν γένει κατόπιν καταστάσεως. 7) Διότι παρά την γνώμην του αρμοδίου Διοικητού της Στρατιάς, όστις δεν ενέκρινε την συνέχισιν της εκστρατείας προς Άγκυραν μετά την κατάληψιν του Δορυλαίου, ελάβετε μετά του τέως Βασιλέως την απόφασιν της εκστρατείας ταύτης και επροκαλέσατε ούτω τον ηθικόν κλονισμόν και την απώλειαν βασίμου και σοβαράς ελπίδος ,στρατιωτικής ημών επιβολής επί του αντιπάλου. 8) Διότι ανεθέσατε την αρχηγίαν του Στρατού εις τον ανεύθυνον τέως Βασιλέα. 9) Διότι εψηφίσθησαν υπό τάς εμπνεύσεις υμών υπό της Εθνοσυνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοψηφίαν, νόμοι αμοιβής στασιαστών κατά τής Πατρίδος, αυτομόλων προς τον εχθρόν, λιποτακτών, διασπαθήσεως του δημοσίου πλούτου, δι' αποζημιώσεις βουλευτών της Βουλής του Δεκεμβρίου 1915 και δήθεν παθόντων προσώττων κλπ. εν παραγνωρίσει της οικονομικής εξαντλήσεως εις ην υπεβάλετε την χώραν και εν πληρεστάτη γνώσει ότι ο στρατός έπασχεν ελλείψει χρημάτων ως εξ επισήμων εμφαίνεται, εκθέσεων στερούμενος μισθοδοσίας, τροφής και ιματισμού, ουτως ώστε η οικονομική αύτη εξάντλησις και η διπλωματική απομόνωσις η αποκλείουσα την εκμετάλλευσιν πάσης επιτυχίας και η ατέρμων παράτασις προκάλεσαν αναποδράστως την, κατάρρευσιν του μετώπου και επομένως την καταστροφήν της Χώρας. 10) Διότι καίτοι παμψηφεί υπό της Εθνοσυνελεύσεως εψηφίσθη έσχάτως όριον των Εθνικών ημών διεκδικήσεων, η Συνθήκη των Σεβρών, εν τούτοις ανετέθη δια της ελληνικης αντιπροσωπείας αποτελουμένης εκ των εξ υμών κ.κ.Γούναρη και Μπαλτατζή εν λευκώ η μεσολάβησις προς λύσιν των ζητημάτων τούτων εις ξένας Δυνάμεις, ενώ προηγουμένως ούτε κατ' αρχήν εγένοντο δεκταί παρ' υμών Αι προτάσεις των Μ. Δυνάμεων του Ιουνίου 1921,δι' ων εσώζετο τουλάχιστον ολόκληρος η Θράκη και επετυγχάνετο η αυτονομία της Μ. Ασίας με διατήρησιν ελληνικού στρατού εν Σμύρνη. 11) Διότι εν τη Κυβερνήσει συνασπισμού μετά του κ.Ν. Στράτου προέβητε εις τον διορισμόν του αντιστρατήγου Χατζηανέστη ως Άρχιστρατηγου, γνωστού εις πάντας και εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου. 12) Διότι απεσπάσατε εις Θράκην δυνάμεις εκ Μ. Ασίας προς παιδαριώδη σκοπόν, συντελέσαντες ούτως εις την μείωσιν της μαχητικότητος του στρατού Μ. Ασίας, δόντες την ευκαιρίαν εις τον εχθρόν να εκδηλώση την τελευταίαν επίθεσίν του εξ ης επήλθεν ο επίλογος της εθνικής καταστροφής ην δια των προαναφερθέντων λόγων παρεσκευάσατε. 13) Διότι δια της συμβάσεως, ην υπεγράψατε μετά του Άγγλου Υπουργού του Θησαυροφυλακίου, παρητήθητε των πιστώσεων, δι' ας είχον αναλάβει οι σύμμαχοι υποχρεώσεις, εις βάρος της χώρας ημών. 14) Διότι ηνέχθητε να σχηματισθή παρακυβέρνησις υπό τον Πρίγκηπα Νικόλαον, Στρέϊτ, Δούσμανην Β, Κωνσταντινόπουλον Κ., Τζόντον κτλ. κτλ. ήτις δια δολοφονιών, απειλών, επιθέσεων κατ' αόπλων πολιτών κλπ, ενέσπειρε τρομοκρατίαν προς διατήρησιν της αρχής, χωρίς να ύπαρχοι ουδεμία αμφιβολία περί του ολέθρου προς ον έβαινεν ή χώρα. 15) Διότι παρημποδίσατε να ηγηθεί της διπλωματικής αντιπροσωπείας ο τότε πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης και ως αντιπρόσωπος των αλυτρώτων ο Ε. Βενιζέλος εις το κατά Φεβρουάριον του 1921 συνέδριον του Λονδίνου».
|