Lolitopages

Saturday, June 13, 2009

Στα γκέτο της Αθήνας

Περπατήσαμε στα στενά δρομάκια του κέντρου της Αθήνας και αυτές είναι οι μόνες ιστορίες που ακούσαμε στα ελληνικά…



Ενας σταθμός ΟΚΑΝΑ στην Πλατεία Θεάτρου και χιλιάδες τοξικομανείς στα γύρω στενά σε ένα ατελείωτο αλισβερίσι ουσιών. Γνώριμη από τα παλιά αυτή η εικόνα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Τα χρόνια πέρασαν και σε αυτή την μάλλον στατική εικόνα, προστέθηκαν χιλιάδες νέα πρόσωπα. Ινδοί, Πακιστανοί, Κινέζοι. «Τότε, γύρω στα 15 χρόνια πριν, εργαζόμουν ως φωτογράφος ακόμα, θυμάμαι που κατεβαίναμε για ρεπορτάζ και το αντιμετωπίζαμε σαν μια όμορφη πολυεθνική εικόνα. Θέλαμε να γίνουμε κομμάτι αυτού του εθνικού πράγματος. Να φάμε στα μαγαζιά τους, να τους συναντήσουμε στα στενά, να τους παρατηρήσουμε» θυμάται ο Χρήστος Πότσιος, που στα 41 σημερινά του χρόνια παλεύει να συντηρήσει το γνωστό μπαρ και εστιατόριο Soul που δημιούργησε πριν περίπου επτά χρόνια στην πολύπαθη οδό Ευριπίδου. «Τότε κατεβήκαμε πολλοί φωτογράφοι, αλλά και σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, στυλίστες. Κάποιοι έφτιαξαν τα στούντιο τους εδώ, άλλοι έφτιαξαν μαγαζιά... πιστέψαμε ότι σιγά – σιγά θα αρχίσει να δημιουργείται ένα όμορφο undergroundκομμάτι στην Αθήνα πλάι στην πολυχρωμία που έφεραν μαζί τους οι τότε μετανάστες, όπως δηλαδή συμβαίνει σε μεγάλες μητροπόλεις του εξωτερικού. Όπως είναι το Σόχο, το Τραιμπέκα… Δεν ήρθαμε με σκοπό να τους διώξουμε αλλά να γίνουμε μέρος αυτής της εικόνας».

Η εικόνα όμως που αντικρίζει όποιος «θαρραλέος» αποφασίσει να διασχίσει _μέρα ή νύχτα_ δρόμους όπως η Μενάνδρου, η Γερανίου, η Σοφοκλέους, η Ευριπίδου, μάλλον δεν θα είναι όσο ειδυλλιακή περίμεναν πως θα εξελιχθεί αυτοί που επένδυσαν τότε σε επιχειρήσεις ή ακίνητα. Αφρικανές που κάνουν πιάτσα στα πεζοδρόμια της Ευριπίδου, τοξικομανείς που «σουτάρουν» νυχθημερόν, κλοπές, διαρρήξεις αυτοκινήτων και μαγαζιών, μαχαιρώματα και δυσωδία! Αυτή είναι η εικόνα του μεταολυμπιακού ιστορικού κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας. Της πρωτεύουσας που δέχεται καθημερινά χιλιάδες μετανάστες _παράνομους καθώς ουδείς μοιάζει πρόθυμος να νομιμοποιήσει αλλά ούτε και να διώξει. Αυτό τουλάχιστον καταγγέλλει η πλειοψηφία των ελάχιστων ελλήνων που απέμειναν και που σήμερα δυσκολευόμαστε όσο ποτέ να πάρουμε έστω και μια σύντομη επώνυμη δήλωση τους. «Τηλεφωνούσα στην αστυνομία, η οποία προς τιμή της, ήταν πραγματικά σε ελάχιστο χρόνο εδώ κάθε που κάποιος έπεφτε αιμόφυρτος στη βιτρίνα του μαγαζιού μου. Βγήκα στα κανάλια, φώναξα, ζήτησα επανειλημμένως κάποιον αρμόδιο να επιληφθεί, να πάψω να φοβάμαι το αυτονόητο… την καθημερινότητά μου» καταγγέλλει εις εκ των καταστηματαρχών που κατόπιν τηλεφωνικών απειλών που δέχτηκε αρνείται ακόμη και να μας κρατήσει στο μαγαζί του. «Δεν θέλουν να βρουν λύση. Αν ήθελαν, σε δύο μήνες θα είχαμε ηρεμήσει. Θα έφευγε ο ΟΚΑΝΑ όπως μας υπόσχονται τόσο χρόνια _και κάνουν και πάλι εν όψει των ευρωεκλογών_, θα έδιναν άδειες εργασίας σε όλους αυτούς που στοιβάζονται στα ερειπωμένα _και είναι χιλιάδες_ κτήρια του κέντρου, που δεν έχουν να φάνε και αφοδεύουν στο δρόμο» λέει η κυρία Ινα Μελίδου, πίσω από τις σιδεριές που έχει βάλει έξω από την πόρτα του γραφείου συνοικεσίων που διατηρεί τα τελευταία εννέα χρόνια σε πολυκατοικία επί της οδού Πειραιώς και πολύ κοντά στην πλατεία της Ομόνοιας, ενώ συνεχίζει «Πάντα φεύγω πριν να νυχτώσει. Και ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί που μας μέμφονται ως ρατσιστές γιατί οι ίδιοι βρίσκουν “γραφική” την εικόνα αυτού του κομματιού της πόλης. Αυτοί όμως έρχονται από τα προάστια για βόλτα. Δεν μπαίνουν στα λεωφορεία που μπαίνουμε εμείς, δεν τρέμει το φυλλοκάρδι τους να πάνε μέχρι το περίπτερο, δεν λιποθυμούν στα πόδια τους οι τοξικομανείς, ούτε ουρούν στις δικές τους πραμάτειες».

Τον πατέρα Σεραφείμ, τον συναντούμε κλειδαμπαρωμένο στο γραφείο της εκκλησίας, να μας κοιτά μέσα από την οθόνη στα αριστερά του με το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης που έχει τοποθετηθεί στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίου. «Εξεγέρθησαν για το κοράνι που έσκισε όπως λένε ο αστυνομικός. Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε όταν την Μ. Παρασκευή το βράδυ που στολίζαμε τον επιτάφιό μας, έκλεψαν την τσάντα μιας κυρίας που έβγαινε από την εκκλησία και της ποδοπάτησαν ξεσκίζοντάς την, την Κενή Διαθήκη που κρατούσε στα χέρια;» μας ρωτά χωρίς σαφώς να περιμένει πως είμαστε εμείς αυτοί που θα του δώσουν την απάντηση που γυρεύει. «Για να βγω από την εκκλησία να πάω για ένα ευχέλαιο, βάζω το ευχολόγιο και τον σταυρό σε πλαστική σακούλα. Προτιμώ να γίνομαι ρεζίλι από το να γίνομαι στόχος κρατώντας μια τσάντα. Γιατί σε αυτή την περιοχή είσαι στόχος ληστών καθημερινώς» υποστηρίζει ο πατέρας ο οποίος μάλιστα ετοιμάζεται για μια νέα καταγγελία. «Μου έχουν μεταφέρει, ότι οι Αφρικανές που εκδίδονται στην περιοχή, έχουν μεταφέρει την πιάτσα τους τον τελευταίο καιρό ακόμη και γύρω από την εκκλησία. Αυτό απαγορεύεται δια νόμου και ειλικρινά δεν θέλω κανείς να διώκεται, πολλώ δε μάλλον να καταθέσω ο ίδιος μήνυση αλλά πόσο ακόμη θα αντέξουμε κι εμείς αυτή την κατάσταση; Παλιότερα ήταν η πρώτη ενορία των Αθηνών. Τώρα μείναμε δυο παπάδες σχεδόν χωρίς ποίμνιο. Είναι ριψοκίνδυνο το να έρχεσαι εδώ»…

Λίγα μέτρα πιο κάτω, συναντήσαμε δυο άκρως θαρραλέες _ύστερα και από τα όσα έχουμε καταγράψει ως τώρα_ γυναίκες. Η Νανά Δαρειώτη, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, στα 45 της χρόνια όχι απλώς αψηφά τα όσα ακούσαμε ως τώρα, αλλά με την επιλογή και την αγορά προ τριετίας ενός υπέροχου _κατόπιν των παρεμβάσεών της_ διαμερίσματος επί της Μενάνδρου, αποφασίζει να γίνει μέρος αυτής της καθημερινότητας. «Φόβο δεν αισθάνομαι γιατί τουλάχιστον έως σήμερα δεν μου έχει συμβεί κάτι που να με πείθει ότι πρέπει να φοβάμαι. Μου αρέσει το κέντρο, πάντα μου άρεσε και σε αυτό το σπίτι βρήκα καλή σχέση ποιότητας και τιμής. Στον έβδομο όροφο στον οποίο μένω δεν φτάνουν οι μυρωδιές ακόμη κι όταν τα παράθυρα είναι ανοικτά και οι φίλοι μου με επισκέπτονται στο σπίτι μου κανονικότατα. Απλώς τους συστήνω να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους στο απέναντι γκαράζ. Η ανιψιά μου δε, που είναι 29 ετών σκοπεύει να ακολουθήσει το παράδειγμά μου». Στον χαρακτηρισμό «θαρραλέα» αντιδρά. «Κάθε γειτονιά έχει τους ντόπιους της. Δεν είμαι περαστική. Είμαι γειτόνισσά τους. Ανάμεσα στους μετανάστες υπάρχουν πολλοί παράνομοι. Αν λοιπόν, μου ανοίξουν το σπίτι ξέρουν ότι μετά από λίγο θα μπει αστυνομία. Οσο για τα μέτρα αυτοπροστασίας που λαμβάνω περπατώντας στην περιοχή; Είναι ακριβώς τα ίδια που θα λάμβανα σε οποιαδήποτε άλλη και που κάθε γυναίκα θα έπρεπε να φροντίζει. Την τσάντα μου την φοράω σταυρωτή όπως και όταν περπατάω στην Ερμού ή στο Κολωνάκι. Οι τσαντάκηδες υπάρχουν από το ’80 στις αγορές. Δεν εμφανίστηκαν με την αύξηση των μεταναστών. Υστερα όταν ζεις στο κέντρο σου γίνεται σχεδόν βιωματικό το πού και το πώς θα περπατήσεις, το πού θα παρκάρεις, το πώς θα κρατήσεις την τσάντα σου. Εν κατακλείδι, δεν νιώθω ότι το πρόβλημα του κέντρου είναι οι μετανάστες του. Η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί στην περιοχή λόγω των δύο κέντρων του ΟΚΑΝΑ και νομίζω ότι δεν είμαι αυτή από την οποία θα ακούσετε για πρώτη φορά ότι η ύπαρξη τέτοιων σταθμών στο κέντρο δημιουργεί νέες πιάτσες ναρκωτικών. Γιατί το βαποράκι πού θα πάει να πουλήσει αν όχι έξω από το κέντρο όπου οι τοξικομανείς περιμένουν τη μεθαδόνη τους;». Και σε μια περαιτέρω απόπειρα αναζήτησης των υπευθύνων καταλήγει «Μας ενοχλούν οι μυρωδιές αλλά δεν μας ενοχλεί ότι τα συνεργεία καθαριότητας του Δήμου δεν εμφανίζονται ποτέ. Μας ενοχλεί η εγκληματικότητα αλλά δεν μας ενοχλεί το γεγονός ότι ο μοναδικός ρόλος της αστυνομίας στην περιοχή είναι να συλλαμβάνει πόρνες και να κυνηγάει παράνομους μετανάστες. Εγώ λοιπόν, εκνευρίζομαι πολύ περισσότερο με το πώς η αντιμετωπίζει η πολιτεία το κέντρο της. Δεν μπορείς να λες στον τουρίστα ότι υπάρχει μια απαγορευμένη πόλη μέσα στην πόλη. Σε ποια άλλη χώρα συμβαίνει αυτό; Σε ποια άλλη χώρα, το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσάς της είναι απαγορευμένη ζώνη;».

Η δεύτερη εντός ή εκτός εισαγωγικών θαρραλέα γυναίκα που συναντήσαμε είναι η Χριστίνα Ψαρρά. Στα 25 της χρόνια εργάζεται ως ψυχολόγος στην οργάνωση «Γιατροί του Κόσμου» και πλην του εργασιακού της ωραρίου στην περιοχή, έχει δομήσεις το 90% της ημέρας της γύρω από αυτήν. Εκεί παρακολουθεί τα μαθήματά της, εκεί είναι τα στέκια της και «δεν αλλάζω το δρόμο μου ποτέ. Εάν θελήσω να φτάσω στην Πλατεία Θεάτρου, θα περάσω μέσα από τη Σοφοκλέους. Δεν έχω κινδυνεύσει ποτέ και δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να παρασυρθεί από το τρομοκρατικό κλίμα που δημιουργείται _άγνωστο τουλάχιστον προς εμένα το γιατί. Δεν κρίνω τους ανθρώπους που φοβούνται και δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ότι το παίζω υπερήρωας. Σαφώς και είμαι προσεκτική όπως θα ήμουν και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Γιατί και στο Κολωνάκι να αφήσεις το αυτοκίνητό σου με δέκα τσάντες μέσα, θα σου το ανοίξουν. Θεωρώ λοιπόν, ότι έχουμε χάσει λίγο την έννοια του “γκέτο”. Γκέτο σημαίνει μια οριοθετημένη περιοχή στην οποία ζει μια συγκεκριμένη ομάδα και δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε άτομα που δεν ανήκουν στην ομάδα αυτή. Ποιος σου απαγορεύει την είσοδο στο κέντρο;».

Η εικόνα του, αντικρούουμε. «Σαφώς και είναι άσχημη η κατάσταση αλλά κυρίως λόγω χρηστών και όχι λόγω μεταναστών. Στα ναρκωτικά έχουν μπει και κάποιοι μετανάστες και οφείλω από εμπειρία στα προγράμματα της οργάνωσης να σας μεταφέρω ότι η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί κυρίως τον τελευταίο χρόνο. Ωστόσο ένας άνθρωπος που κείται ημιθανής από ουσίες δεν είναι επικίνδυνος. Είναι ετοιμοθάνατος. Είναι άλλο πράγμα λοιπόν το επικίνδυνο και άλλο το δυσάρεστο. Είναι άλλο πράγμα το αλλάζω δρόμο γιατί δεν θέλω να τους δω και άλλο το αλλάζω δρόμο γιατί φοβάμαι. Και η αστυνομία είναι παρούσα. Υπάρχει μόνιμα παρκαρισμένη κλούβα στην έξοδο της Σοφοκλέους στην Πειραιώς, υπάρχουν αστυνομικοί τριγύρω αλλά είναι αδρανείς. Και η λύση δεν είναι να τα βάζουν με τον καθένα χωριστά. Η αστυνομία οφείλει να πιάσει τον μεγαλέμπορο. Και αν δεν μπορεί ας ξεκινήσει τουλάχιστον να ξετυλίγει το νήμα. Εκεί μέσα είναι. Δεν μπορεί να εξαφανίζονται όλοι και σε μισή ώρα να επιστρέφουν στα πόστα τους μοιράζοντας φιξάκια και να θεωρούμε ότι έφτασαν στην Κολομβία για να φέρουν ηρωίνη».

Στο θέμα των μεταναστών, και λόγω επαγγελματικής ίσως σχέσης είναι κάθετη. «Δεν έχεις δικαίωμα να τους απαγορεύεις να έρθουν. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή. Μεταναστευτική πολιτική πρέπει να χαράξεις. Και τα πλοία που γυρίζουν πίσω δεν είναι πολιτική. Αν νιώθουμε ανίκανοι να φτιάξουμε πολιτική ας δημοσιοποιήσουμε το πρόβλημα. Αφού δεν μπορείτε να το λύσετε, κοινοποιήστε το αναζητώντας βοήθεια από εμπειρότερος… ή ικανότερους. Εμείς δίνουμε τον χώρο να ευδοκιμήσουν εγκληματικές συμπεριφορές. Γιατί το Εφετείο και το κάθε αντίστοιχο τέτοιο κτήριο στην πόλη δεν δημιουργήθηκε σε μια νύχτα. Ο άνθρωπος που δεν έχει νερό, ρεύμα, φαγητό θα φάει από τα σκουπίδια μια φορά, δυο φορές, χίλιες. Για πόσο; Κι εγώ αν ήμουν στην έρημο κι έβλεπα μια σκηνή βεδουίνων μετά από δέκα μέρες, θα έμπαινα να κλέψω φαγητό. Αρα επιτρέπουμε να αναπτυχθεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης» καταλήγει.

Και τα σενάρια δίνουν και παίρνουν στην περιοχή. Το ισχυρότερο; Ότι η κατάσταση σκοπίμως επιφορτίζονται με απώτερο στόχο την πλήρη ισοπέδωση του κέντρου και άρα την όσο το δυνατόν φθηνότερη αναδόμησή του. Ως τότε; Ο Χρήστος θα ελπίζει να αντέξει οικονομικά το μαγαζί του ώστε να ξαναδεί την άνοδό του και να μην βάλει λουκέτο όπως το GuruBar στην πλατεία Θεάτρου. Η Ινα θα χαζεύει τον απέναντι τοίχο πίσω από τα κάγκελα του «κελιού» στο οποίο εργάζεται. Η Νανά θα θυμώνει με τον συμπατριώτη της που βρίζει σκαιότατα τον Μπαγκλατεσιανό γείτονά της, μόνο και μόνο επειδή ο πάγκος του ακούμπησε το αυτοκίνητό του. Ο πατέρας Σεραφείμ θα παλεύει να κρατήσει το ποίμνιο που του απέμεινε. Και η Χριστίνα θα δίνει καθημερινά τις μικρές της μάχες ώστε τα παιδιά του ξενώνα στον οποίο εργάζεται να μείνουν μακριά από τα μονοπάτια των ουσιών πλάι στα οποία παίζουν…

Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου Φωτογραφία: Γιώργος Οικονομόπουλος